Εγωκεντρικότητα ή υποκρισία
Πολλή συζήτηση γίνεται τον τελευταίο καιρό γύρω από την επέκταση και μετατροπή του αεροδρομίου της Πάρου σε διεθνές. Η συζήτηση στο Διαδίκτυο και στον τύπο εμφανίζεται μάλλον πολωμένη, με τη μία μερίδα να μάχεται υπέρ της επέκτασης, επικαλούμενη την «ανάπτυξη» της οικονομίας του νησιού, και την άλλη να την αμφισβητεί, φοβούμενη την υπερβολική επιβάρυνση των ανεπαρκών υποδομών του και την περιβαλλοντική καταστροφή από την περαιτέρω αύξηση του τουρισμού.
Δεν σκοπεύουμε στο παρόν άρθρο να εκθέσουμε όλα τα επιχειρήματα που έχουν ήδη αναπτυχθεί από τις δύο πλευρές σε άλλα άρθρα όχι μόνο των Φίλων της Πάρου, αλλά και άλλες εφημερίδες και στο site Green Paros’ Airport. Θεωρούμε όμως αναγκαίο να σταθούμε σε ένα από τα εμφανιζόμενα «δίπολα», που αντικατοπτρίζει δήθεν μια ευθεία αντιπαράθεση. Από τη μια υπάρχει ο «γηγενής» ή μόνιμος πληθυσμός του νησιού, που μολονότι δεν ερωτήθηκε επίσημα ούτε ενημερώθηκε ποτέ σωστά, υποτίθεται ότι επιθυμεί, στην εικαζόμενη «πλειοψηφία» του, την περαιτέρω αύξηση του αριθμού των αφίξεων (ανεξάρτητα από την προέλευση και της ποιότητας των τουριστών), με το επιχείρημα ότι έτσι θα μπορέσει κι αυτός να κερδίσει κάτι περισσότερο για να ζήσει καλύτερα τον υπόλοιπο χρόνο, χωρίς να χρειάζεται να μεταναστεύσει, όπως στο παρελθόν. Από την άλλη υπάρχουν οι επισκέπτες της θερινής περιόδου που έχουν τα εξοχικά τους, που μάλιστα χαρακτηρίζονται όλα επιπόλαια ως «πολυτελή», οι οποίοι δεν θέλουν να ενοχλούνται από τις πτήσεις και την πολυκοσμία και ενδιαφέρονται εγωκεντρικά μόνο για την παραδοσιακή γραφικότητα και την ησυχία τους.
Με τη σχηματοποίηση αυτή εξαγνίζεται η μερίδα που πασχίζει για το εισόδημά της και δαιμονοποιείται ως εγωιστική η μερίδα των ιδιοκτητών-παραθεριστών, κατά τρόπο που δίνει το «ηθικό πλεονέκτημα» στους πρώτους και το αφαιρεί από τους δεύτερους που πρέπει να καταδικαστούν στη συνείδηση των πρώτων…
Τα πράγματα, δεν έχουν, όμως, έτσι ακριβώς. Οχι μόνο επειδή κατά τη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται υπάρχουν αρκετές φωνές μονίμων κατοίκων του νησιού που εκφράζουν επίσης τις ανησυχίες τους για το μέλλον του νησιού με την τροπή που παίρνει το αεροδρόμιο και η τουριστική κίνηση. Αλλά κυρίως επειδή το προβαλλόμενο «οικονομικό» επιχείρημα είναι παραπλανητικό. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων των Κυκλάδων όπως η Πάρος είναι από τα υψηλότερα της Ελλάδας, δηλ. κατά 30% ανώτερο από το μέσο εισόδημα της χώρας και συγκρίσιμο μόνο με εκείνο της Αττικής. Επομένως, απέχουμε (κι ευτυχώς) πολύ από την πραγματικότητα του ’60 ή του ’70, όταν η ανέχεια ανάγκαζε τους κατοίκους των νησιών να ξενιτευτούν ή να «μπαρκάρουν». Αυτό που επιδιώκεται είναι, επομένως, ο επιπλέον πλουτισμός τους. Και ασφαλώς αυτό καθεαυτό δεν είναι κατακριτέο, αφού στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας όλοι οι άνθρωποι είναι θεμιτό να προσπαθούν να βελτιώσουν τη θέση τους. Ο περαιτέρω πλουτισμός δεν θα έπρεπε βέβαια να επιτυγχάνεται σε βάρος του κοινού αγαθού που είναι το ίδιο το νησί.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για τους πραγματικούς Παριανούς που θέλουν να έχουν τα δωμάτιά τους γεμάτα και καλοπληρωμένα κατά την τουριστική περίοδο. Αυτό που αποκρύπτεται στη σχηματοποίηση που επιχειρείται είναι μια άλλη πολύ πιο «επιχειρηματική» πραγματικότητα. Εκτός από τους Παριανούς που ελπίζουν σε μεγαλύτερους αριθμούς τουριστών, υπάρχει πληθώρα άλλων «επενδυτών», όχι μόνο μεγαλο-ξενοδόχων, αλλά κι απλών ιδιωτών, οι οποίοι παράλληλα με την όποια άλλη απασχόλησή τους, αγόρασαν οικόπεδα και οικοδόμησαν (ή αγόρασαν) μεγάλα σπίτια, με βασικό σκοπό όχι την ιδιοκατοίκηση, αλλά την εκμετάλλευσή τους. Με την αύξηση του αριθμού των τουριστών που είναι παρόντες στο νησί κατά την τουριστική περίοδο (σε 130000 επισήμως, κατά πληροφορίες ίσως και σε 200000 στην πραγματικότητα τον Αύγουστο) αυξάνεται και η ζήτηση των δωματίων, με αποτέλεσμα να ενοικιάζονται εύκολα τα δίκλινα δωμάτια στην τιμή των 400-500 ευρώ την ημέρα (ιδίως αν συνοδεύονται από πισίνα, ζακούζι ή «υδάτινο στοιχείο»), ενώ οι βίλες των 4-5 δωματίων στην τιμή των 2000 ημερησίως ή 10000 την εβδομάδα τουλάχιστον. Κι αν τα ποσά αυτά πήγαιναν στους «Παριανούς» που δεν χρειάζονται να ξενιτευτούν, θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί το «οικονομικό» επιχείρημα (έστω και αν φαίνεται παράξενο –από πλευράς «κοινωνικής δικαιοσύνης» – πώς με 1 μήνα δουλειά μπορεί κανείς να ζήσει όλο τον χρόνο υποαπασχολούμενος). Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με οργανωμένες μπίζνες από ανθρώπους (όχι μόνο τους επαγγελματίες ξενοδόχους) που επενδύουν για τον σκοπό αυτό στο νησί προερχόμενοι από την Αθήνα, από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, ακόμη και από άλλες χώρες (πχ Γαλλία ή Βέλγιο). Πολλοί απ΄αυτούς κατοικούν ελάχιστα τις βίλες που έκτισαν ή και καθόλου, αφού αποβλέπουν μόνο στην παραγωγή εισοδήματος με τη (συχνά αφορολόγητη) ενοικίαση. Αυτό εξηγεί πώς ο αριθμός των αφικνούμενων τουριστών δεν διαμένει στις παραλίες ή στους δρόμους, ενώ βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία προς τις διαθέσιμες κλίνες των ξενοδοχείων (που δεν φθάνουν ούτε το 1/3 των τουριστών). Η κατηγορία αυτή των μη επαγγελματιών «ξενοδόχων» δεν έχει επακριβώς υπολογιστεί, αφού η καταγραφή της θα σήμαινε και πάταξη της φοροδιαφυγής που επιτυγχάνεται με την αδήλωτη ενοικίαση σε «φίλους», πρέπει όμως να είναι μεγάλη, αν κρίνει κανείς από τον ρυθμό οικοδόμησης οικιών στο νησί (600 άδειες μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2021, με τη δόμηση εκτός σχεδίου να οργιάζει ακόμη και με αναβίωση ληγμένων αδειών).
Το ενδιαφέρον είναι λοιπόν ότι αυτή η ολοένα και πολυπληθέστερη κατηγορία των άτυπων ξενοδόχων κρύβεται πίσω από τον «λαό» της Πάρου, που πασχίζει να κερδίσει τίμια τη ζωή του. Η εμπειρία δείχνει ότι τις βίλες των άτυπων ξενοδόχων δεν τις έχουν χτίσει, κατά κανόνα τουλάχιστον, οι Παριανοί, αλλά οι ξενόφερτοι επενδυτές, οι οποίοι επιθυμούν, όπως και πολλοί «μεγαλοξενοδόχοι», να έχουν πληρότητα στα δωμάτιά τους και, επομένως, τάσσονται γενικά υπέρ της επέκτασης το αεροδρομίου ή μάλλον «κρύβονται» πίσω από την επιθυμία των γηγενών Παριανών για περισσότερη ευημερία και δεν χρειάζεται καν να εμφανιστούν. Εξυπηρετούνται όμως από την εκφρασμένη επιθυμία των τελευταίων και την απλουστευτική παρουσίαση της αντίθετης άποψης ως «εγωκεντρικής».
Ετσι, ως «εγωκεντρικοί» εμφανίζονται όσοι, έχοντας απλώς εξοχικά στο νησί, το αγαπούν και προσπαθούν να διατηρήσουν κάποια στοιχεία από τη φυσιογνωμία του που κινδυνεύει ανεπανόρθωτα από το διεθνές αεροδρόμιο, ενώ απαλλάσσονται από κάθε σχετική υποψία όσοι κερδοσκόπησαν και κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος του περιβάλλοντος του νησιού (ενίοτε και με την ευγενή χορηγία του ελληνικού Δημοσίου!), αδιαφορώντας για τη φυσιογνωμία του και τις υποδομές που εξυπηρετούν το σύνολο των κατοίκων του και παραγνωρίζοντας τον κορεσμό του κατά την τουριστική περίοδο, προσβλέποντας μάλιστα –με την παρότρυνση των αρχών- και σε μελλοντική υπεραξία! Το κέρδος φαίνεται να αγιάζει τα πάντα, είτε πρόκειται για τους γηγενείς, για τους οποίους είναι, ως ένα βαθμό, θεμιτό, είτε πρόκειται για τους νέους ή υποκρυπτόμενους άτυπους ξενοδόχους, που καταγγέλλουν υποκριτικά όσους ανησυχούν για το νησί ως «εγωκεντρικούς» …Και οι δύο πρώτες κατηγορίες «εκδίδουν» την Πάρο στον διεθνή τουρισμό επί χρήμασι.
Kάποτε θα ξυπνήσουν οι μόνιμοι κάτοικοι και θα αντιληφθούν ότι το τσιμεντωμένο νησί τους καταστράφηκε από τους κερδοσκόπους, των οποίων μόνο μερικοί θα γίνουν υποτακτικοί[1] ξεχνώντας τις τωρινές ασχολίες τους, θα είναι όμως πολύ αργά.
Η καταγγέλουσα
[1] καθόσον προτιμώνται τα φθηνότερα ξένα χέρια (βλ. τι συμβαίνει στη Μύκονο με τα containers των μεταναστών)
Leave a Reply