Στο αυτό το μέρος αγαπητέ αναγνώστη θα σου παρουσιάσουμε τις μοναστικές τοποθεσίες της Πάρου. Για εκατοντάδες χρόνια, μοναχοί, άντρες και γυναίκες, έχτιζαν πνευματικά φρούρια μακριά από τα πολυσύχναστα περάσματα για να βρουν έρημους τόπους ώστε να αφοσιωθούν στο Θεό μόνοι, μέσα σ’ ένα τοπίο τόσο όμορφο που σου κόβει την ανάσα. Ο μοναστικός Θεός, που συντηρεί τη ζωή σε άγονα και νεκρά μέρη, ξεπροβάλλει μέσα από δενδρόκηπους, ή από τη μακρινή θέα της γαλάζιας θάλασσας, ή από τα κατακόκκινα γεράνια, ή από τις ελιές και τις λεμονιές, και μετά μπαίνει στα σκοτεινά και μυστηριώδη μοναστικά παρεκκλήσια για να κατοικήσει μέσα στις λειτουργίες και στις ζωές των μοναχών που μένουν εκεί. Έλα, λοιπόν, περπάτησε μαζί μας. Γίνε προσκυνητής και ανακάλυψε και εσύ τα μοναστήρια του νησιού μας αρχίζοντας απο τα μοναστήρια κοντά στην Παροικιά.
Κείμενο: Ευάγγελος Βαλαντάσης
Σχέδια: Στέλιος Γκίκας
Οι Άγιοι Ανάργυροι
Στον περιφερειακό δρόμο της Παροικιάς, λίγο πιο πέρα από το κοιμητήριο, υπάρχει ένα μονοπάτι που ελίσσεται ως το μοναστήρι που δεσπόζει πάνω από το χωριό. Είναι περίπου 45 λεπτά με τα πόδια, αλλά σίγουρα θα θέλεις να σταματάς συχνά και να γυρνάς για να κοιτάξεις το χωριό και το λιμάνι να γίνονται ολοένα και μικρότερα. Νιώθεις σαν να μικραίνει ο κόσμος ολόκληρος, σαν να αποτραβιέσαι από την ενεργό ανάμιξη στην εγκόσμια ύπαρξη, και αυτό ακριβώς είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της μονής. Από εκεί ψηλά, ιδιαίτερα καθώς ανεβαίνεις τα τελευταία μέτρα του δρόμου που σε φέρνει στην είσοδο, ο κόσμος κυριολεκτικά μικραίνει στα μάτια σου.
Για τον μοναχό, που έχει αποσυρθεί από τον κόσμο σ’ ένα τέτοιο μέρος, όλη εκείνη τη δραστηριότητα εκεί κάτω φαντάζει σαν όνειρο, ίσως εφιάλτης, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα απατηλό και μάταιο σύμπλεγμα δραστηριοτήτων. Από την αυλή του μοναστηριού, ο μοναχός μπορεί να στρέψει το βλέμμα του είτε ψηλά, προς το Θεό και τους ένδοξους ουρανούς, είτε χαμηλά, προς τις κοσμικές ασχολίες και έγνοιες.
Αυτό το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, δύο γιατρούς που δεν έπαιρναν χρήματα για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. Το παρωνύμιό τους, «Ανάργυροι», σημαίνει αυτό ακριβώς, «αυτοί που δεν δέχονταν αργύρια». Η μνήμη τους τιμάται την 1η Ιουλίου, και η πανηγυρική εορτή ξεκινά με τον εσπερινό στις 30 Ιουνίου. Πολλές φορές, ακόμη και μέσα στο Φθινόπωρο, θα βρείτε ξερά λουλούδια γύρω από την εικόνα των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού στο παρεκκλήσι (η εικόνα του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία είναι συνήθως δίπλα στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο).
Τοποθετημένο ψηλά πάνω από την πόλη, το μοναστήρι προσφέρει μια όαση γαλήνης και ησυχίας. Ο τοίχος που σχηματίζει τον μακρύ εξωτερικό διάδρομο γίνεται κάθισμα στο θέατρο του παραλόγου. Ο διάδρομος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρεκκλήσια, λες και θέλει να συμβολίσει το κύριο έργο του μοναχού, την προσευχή. Το πρώτο παρεκκλήσι, το πιο κοντινό στην είσοδο, είναι ο κυρίως ναός του μοναστηριού, και χτίστηκε τον Ιούλιο του 1660. Τα υπόλοιπα κτίρια προστέθηκαν τους επόμενους αιώνες. Είναι ένας χώρος κατανυκτικός, όπου το φως αποκαλύπτει τις εσώτερες διεργασίες της καρδιάς και δείχνει το δρόμο προς το Θεό του Σύμπαντος, που εδώ μοιάζει να βρίσκεται πολύ κοντά. Σ’ αυτό το μέρος μπορείς να αναλογιστείς τη σχέση σου με τον κόσμο, και να ξανασκεφτείς τις αξίες σου – αυτό έκαναν επί γενεές οι μοναχοί καθώς προσεύχονταν και κοίταζαν από τη μια τον καταγάλανο ουρανό μπροστά τους κι από την άλλη τους πολυάσχολους ανθρώπους που ζούσαν ακόμη σαν μυρμήγκια εκεί κάτω, μέσα στον κόσμο.
Καθώς κατεβαίνεις το μονοπάτι, σταμάτα λίγο για να προσέξεις την ομορφιά γύρω σου. Μύρισε τα κίτρινα άνθη του αμμόχορτου, άγγιξε τα αγκάθια του γαϊδουράγκαθου, τρίψε λίγο φασκόμηλο στο χέρι σου και μύρισε το υπέροχο άρωμα που θα σε σαγηνεύει και θα σε τραβήξει από το δρόμο της δουλειάς και των υποχρεώσεων στην ατραπό της μοναχικής αναζήτησης του ωραίου και του αληθινού. Αυτές οι αισθήσεις κρύβουν θεραπευτικές δυνάμεις, και δεν χρειάζεται καν να πληρώσεις αργύρια γι’ αυτές.
Λογγοβάρδα
Το μοναστήρι της Παναγίας, η Ζωοδόχος Πηγή, είναι το διαμάντι της Πάρου. Φωλιασμένο σε μια σχισμή στα βουνά ανάμεσα στην Παροικιά και τη Νάουσσα, αυτό το μοναστηριακό κάστρο έχει θέα σε όλη την κοιλάδα, μέχρι τη θάλασσα. Εδώ πάντοτε ζούσαν μοναχοί – πολλοί, σε πλούσιες εποχές, ή λίγοι, σε φτωχές. Σήμερα, το μοναστήρι ανθεί.
Το μονοπάτι που οδηγεί εκεί διασχίζει πλούσιους αγρούς γεμάτους βότανα και πρασινάδα. Η ευωδιά του φασκόμηλου, η ομορφιά του νεροκάρδαμου που πλημμυρίζει τις παρυφές του δρόμου και τα διακριτικά χρώματα των φυτών που χορεύουν κάτω απ’ το ηλιόφωτο είναι το προοίμιο για τη χαρά που θα νιώσεις μόλις μπεις στο μοναστήρι. Καθώς προσεγγίζεις το κτίσμα, βλέπεις ένα μικρό παρεκκλήσι μέσα στο κοιμητήριο. Αυτό το παρεκκλήσι είναι για προσευχή και για τη μνήμη των νεκρών της μονής. Δίπλα του βρίσκεται ένα οστεοφυλάκιο, όπου κρατούνται τα κρανία και οστά των μοναχών αφού εκταφούν τα σώματά τους (επτά χρόνια μετά την ταφή, καθώς στην Ελλάδα δεν γίνεται ταρίχευση). Είναι ένα γαλήνιο μέρος, απομακρυσμένο ακόμη και από τη ζωή του μοναστηριού, και τοποθετημένο σ’ ένα ταιριαστά όμορφο τοπίο. Εδώ, ο θάνατος δεν είναι κάτι το τρομερό, αλλά κάτι που αποτελεί φυσική συνέχεια της ζωής, και μάλιστα μιας ζωής αφοσιωμένης στο Θεό.
Ο ιερός χώρος του κοιμητηρίου οδηγεί στον μεγάλο εξωτερικό τοίχο του μοναστηριού. Κοιτάζοντας από την πόρτα, το κτίριο φαντάζει ψηλό (τέσσερις με πέντε ορόφους) και απόρθητο. Απέξω υπάρχουν απαγορευτικές πινακίδες – μόνο άνδρες, κατάλληλα ρούχα, σεβασμός στη μοναστική ζωή της προσευχής. Η αταίριαστη αυτή πινακίδα, όμως, ξεχνιέται αμέσως μπροστά στην ομορφιά και τη χάρη των κτιρίων και των μοναχών που θα συναντήσεις μέσα. Χτύπησε το κουδούνι, και περίμενε να έρθει κάποιος μοναχός. Αυτό θα πάρει αρκετή ώρα, γιατί οι μοναχοί δεν βιάζονται να ανοίξουν τις πύλες τους στην κοσμική ζωή, και υπάρχει και μια παράδοση να αφήνουν τους επισκέπτες που θέλουν να μπουν στο μοναστήρι να περιμένουν στην πόρτα, για να δοκιμάσουν το ζήλο τους. Πάντως, αξίζει να περιμένεις.
Καθώς μπαίνεις στον περίβολο του μοναστηριού, το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση είναι η απαστράπτουσα ομορφιά των ασβεστωμένων τοίχων. Το φως μοιάζει να διαπερνά σώμα και ψυχή, καθώς προσαρμόζεσαι στο χώρο, που μοιάζει με μικρή πόλη. Οι μοναχοί, που τα κελιά τους βρίσκονται στον επάνω όροφο, περπατούν σ’ έναν εσωτερικό διάδρομο πολύ ψηλότερα από την πολυσύχναστη πόρτα. Το παρεκκλήσι του μοναστηριού, ένα σταυροειδές κτίσμα του 1638 ορθώνεται απέναντί σου, πίσω από την πλατεία. Είναι γεμάτο υπέροχες αγιογραφίες και εικόνες, η μυρωδιά του λιβανιού διαπερνά το ξύλο, και ο αέρας δονείται από τις προσευχές των μοναχών. Το σωστό είναι πρώτα να μπεις στο παρεκκλήσι για να προσευχηθείς, και μετά να πιάσεις κουβέντα με κάποιον μοναχό. Και κυρίως να προσευχηθείς μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, της Θεοτόκου, της Ζωοδόχου Πηγής (βρίσκεται αριστερά από τη Μεγάλη Πύλη του ιερού) – αυτή είναι η εικόνα στην οποία είναι αφιερωμένο το μοναστήρι, και αποτελεί υπέροχο θέαμα. Ιδίως την ώρα του εσπερινού, το φως χορεύει στο πέπλο και στα μάτια της, και μοιάζει σαν να ανοίγει την αγκαλιά της για όλους όσους έχουν στραμμένη τη σκέψη τους τα μυστήριά της.
Μετά την προσευχή, μπορεί να έχεις το χρόνο να συνομιλήσεις με κάποιο μοναχό. Οι περισσότεροι μιλούν μόνο Ελληνικά, και ίσως ένας-δυο να γνωρίζουν Αγγλικά, ή Γερμανικά, ή Γαλλικά – αλλά αρκεί να κοιτάξεις βαθιά στα μάτια αυτών των ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσευχή, που η ψυχή τους είναι ανοιχτή στο Θεό και φιλόξενη προς όσους αναζητούν το Θεό, και που η σκέψη τους κρατά ζωντανή τη μνήμη του Θεού μέσα τους. Ποιος χρειάζεται τις λέξεις, μπροστά σε τέτοια αγιότητα;
Πού και πού, σε όσους καταλαβαίνουν, οι μοναχοί θα προσφέρουν την «ευλογία» τους, στην αίθουσα αναμονής του ηγούμενου στον επάνω όροφο. Η «ευλογία» αποτελείται από ένα ποτήρι κρύο νερό, λίγο ποτό κι ένα λουκούμι. Μην περιμένεις κάποια συζήτηση, οι μοναχοί σου προσφέρουν την «ευλογία» και φεύγουν από το δωμάτιο, έτσι ώστε να φας και να πιεις υπό το βλέμμα των φοβερών και αυστηρών φωτογραφιών των παλαιών ηγουμένων και άλλων ορθοδόξων ιεραρχών. Συχνά, επάνω στο τραπέζι υπάρχουν διάφορα κείμενα σε διάφορες γλώσσες, για περαιτέρω καθοδήγηση στην πίστη. Μετά την «ευλογία», μπορείς να φύγεις, αφού πρώτα ζητήσεις την προσωπική ευλογία του ηγούμενου ή του μοναχού που σε συνόδευε.
Η μονή του Ταξιάρχη, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Στον κύριο δρόμο από την Παροικιά στη Νάουσσα, στην άλλη μεριά της κοιλάδας, στο απέναντι βουνό από τη Μονή Λογγοβάρδα, βρίσκεται η Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που συνήθως αποκαλείται ο Ταξιάρχης. Στις ορθόδοξες εκκλησίες, οι δυο αρχάγγελοι, ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, φρουρούν την είσοδο στο ιερό. Οι ψηλές, ολόσωμες εικόνες τους είναι αγιογραφημένες στις πύλες για να προστατεύουν το ιερό και να προειδοποιούν οποιονδήποτε μπαίνει για τη θεία προστασία που παρέχει ο Θεός στα καθαγιασμένα μέρη. Η λέξη «ταξιάρχης» αναφέρεται σε στρατιωτικό αξίωμα, πρόκειται για κάποιον που διοικεί έναν μεγάλο στρατό για να κάνει πόλεμο. Και είναι ένα ταιριαστό όνομα γι’ αυτούς τους πολεμιστές του πνεύματος, τους μοναχούς, που εδώ και πολλές γενεές έχουν ζήσει, αγωνιστεί και προσευχηθεί σ’ αυτό το μοναστήρι.
Η μοναστική ζωή πάντοτε παρομοιάζονταν με αγώνα, με πόλεμο εναντίον όλων εκείνων των πραγμάτων που εμποδίζουν τον άνθρωπο να φτάσει στην αγιοσύνη, είτε μέσα του είτε έξω, στην κοινωνία. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι μάρτυρας αυτού του αγώνα.
Η εκκλησία, που γύρω της έγινε το μοναστήρι, χτίστηκε από κάποιον, κατά τα άλλα άγνωστο, Μαρίνο Μπιτζάρα το 1643. Αυτό μαρτυρεί μια μαρμάρινη πλάκα στην εκκλησία. Οι πρώτοι μοναχοί έχτισαν το μοναστήρι τους μερικά χρόνια αργότερα, το 1676. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, το μοναστήρι έχει στεγάσει άλλοτε γυναίκες κι άλλοτε άνδρες, αλλά σήμερα είναι άδειο. Για μερικά χρόνια, ζούσε εδώ ένας ερημίτης από τη Λογγοβάρδα, αλλά η προχωρημένη του ηλικία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κοινότητά του. Αυτός ο ερημίτης που ζούσε απομονωμένος, χωρίς ηλεκτρικό και άλλες ευκολίες της σύγχρονης ζωής, διάβαζε και προσευχόταν και μελετούσε και έψαλλε τις ακολουθίες όλη νύχτα, συνεχίζοντας την παράδοση του ασκητικού αγώνα για να μένει πιστός στο Θεό και διάφανος στη θεία παρουσία μέσα στο σύμπαν. Τώρα πια η ευθύνη αυτού του αγώνα έχει μεταβιβαστεί σ’ εμάς που ερχόμαστε για να αναλογιστούμε τα πλούτη του ελέους του Θεού σ’ αυτό το πανέμορφο μέρος.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα μοναστήρια της Πάρου, αυτό εδώ είναι κτισμένο κυρίως από ξύλο, εκτός, βέβαια, από το εξωτερικό πέτρινο τείχος. Στο εσωτερικό, θυμίζει μεσαιωνικό σπίτι – με τον κάτω όροφο για τα ζώα, το μαγείρεμα, την αποθήκευση, και τον επάνω όροφο με τα κελιά των μοναχών, τους χώρους συνάντησης, τις αίθουσες υποδοχής. Είναι ένα ωραίο κτίριο, σχεδιασμένο με χάρη και με ευρύχωρα δωμάτια (τουλάχιστον για τα μοναστικά πρότυπα), το καθένα με διαφορετική, αλλά εξίσου υπέροχη, θέα στην κοιλάδα. Οι κοινόχρηστοι χώροι και τα κελιά περικυκλώνουν το σοφά τοποθετημένο παρεκκλήσι, γιατί εκεί αρχίζει ο αγώνας για την αγιότητα κι εκεί τελειώνει, με το θάνατο.
Η Μονή του Ταξιάρχη μαρτυρεί τη γαλήνη της μοναστικής ζωής. Καθισμένοι ψηλά πάνω από τον πολύβουο κόσμο, τον ορατό σε όλους, οι μοναχοί προσεύχονταν και διάβαζαν μέσα σε άκρα σιγή. Μιλούσαν πολύ λίγο μεταξύ τους, καθώς τις φωνές τους τις είχαν για να ψάλλουν στις ακολουθίες που επιτελούσαν όλοι μαζί, σαν κοινότητα. Αυτή την ατάραχη σιωπή την τηρούσαν με πάθος, γιατί πίστευαν πως τους καθοδηγούσε και προς τα μέσα, όπου ο Θεός αποκαλυπτόταν στην ολοκληρία του, και προς τα έξω, όπου ο Θεός βρισκόταν παντού, πίσω από το πέπλο της μορφής των πραγμάτων. Η σιωπή ήταν το κλειδί για να φανερωθούν τα μυστήρια του Θεού. Η σιωπή ήταν επίσης το κύριο μέσο του αγώνα τους. Εκείνοι οι μοναχοί είχαν ανάγκη κάποιον σαν τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον αρχιστράτηγο του στρατού των αγγέλων, για να τους προστατεύει καθώς εκείνοι εξερευνούσαν το εσωτερικό τους τοπίο. Και μαζί προστάτευε, με το ίδιο πάθος, τη σιωπή του μοναστηριού από την οχλοβοή του κόσμου.
Η Μονή της Μεταμόρφωσης (του Χριστού στο δάσος)
Μερικές φορές, ένα μοναστήρι δεν είναι απλώς ένα μοναστήρι. Αυτή η γυναικεία μονή, η Μεταμόρφωση, που όλοι οι Παριανοί αποκαλούν «μοναστήρι του Χριστού στο Δάσος», εξυπηρετεί δυο σημαντικούς σκοπούς: φιλοξενεί μια κοινότητα γυναικών μοναχών και είναι ο χώρος ταφής του παριανού Αγίου Αρσενίου. Ας ξεκινήσουμε από τη γυναικεία μονή, και μετά θα πάμε στα άγια λείψανα.
Η μονή παίρνει την ονομασία της από την αφιέρωση του καθολικού στη Μεταμόρφωση του Χριστού, όταν ο Ηλίας και ο Μωυσής επισκέφτηκαν τον Ιησού στο όρος ενώπιον του Πέτρου και του Ιωάννη, και τα ενδύματά του έλαμπαν κατάλευκα.
Το αρχικό κτίσμα της εκκλησίας και των πρώτων βοηθητικών χώρων της μονής έγινε από την οικογένεια Μαυρογένους, που χρηματοδότησε και ίδρυσε πολλά από τα μεταβυζαντινά θρησκευτικά κτίσματα του νησιού. Το παρεκκλήσι, το καθολικό, για το μοναστήρι είναι ένα μάλλον μεγάλο και επιβλητικό κτίριο. Ένας αριθμός γυναικών μένουν στη μονή και ζουν τη μοναστηριακή θρησκευτική ζωή.
Αυτό που κάνει πραγματικά ενδιαφέρον αυτό το μοναστήρι είναι η παρουσία του λειψάνου του αγίου. Μπορείς να πάρεις το δρόμο προς το πιο πρόσφατο παρεκκλήσι στο επάνω μέρος της μονής, όπου θα δεις το λείψανο του Αγίου Αρσενίου της Πάρου. Ο Άγιος Αρσένιος (18001877) ήταν ένας μοναχός από τη Μονή του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος εκτελούσε χρέη πνευματικού καθοδηγητή για τις καλόγριες που ζούσαν στο μοναστήρι. Κατά κανόνα, οι γυναικείες μονές ακολουθούσαν τους ανδρικούς μοναστικούς κανόνες για τη Θεία Λειτουργία και τα μυστήρια, και τις σχετικές συμβουλές παρείχε ένας άνδρας μοναχός που χρησίμευε ως πνευματικός και λειτουργικός καθοδηγητής της κοινότητας. Συνήθως, τα μοναστήρια έχουν κάποιον ειδικό χώρο διαμονής για τον πνευματικό καθοδηγητή, σε κάποια απόσταση από τα διαμερίσματα των γυναικών. Αυτό το παρεκκλήσι βρίσκεται στο σημείο όπου ζούσε ο πνευματικός Αρσένιος όταν έμενε στη μονή. Το λείψανό του έχει μείνει εκεί από τότε, γιατί πέθανε ενώ ασκούσε τα καθήκοντά του. Απέναντι από τη μονή, έχει χτιστεί μεγάλος ναός αφιερωμένος σ’ αυτόν.
Γιατί, λοιπόν, δεν έθαψαν τον Άγιο; Γιατί το λείψανό του έχει εκτεθεί στην κοινή θέα και το προσκύνημα των πιστών; Για τους Ορθόδοξους, σημαντική απόδειξη της αγιοσύνης κάποιου είναι η αφθαρσία της σάρκας. Μετά το θάνατο, το σώμα ενός αγίου δεν φθείρεται όπως τα σώματα των απλών ανθρώπων, αλλά μένει άφθαρτο – αφυδατωμένο, αλλά ακέραιο. Καθώς πλησιάζεις για να προσκυνήσεις το λείψανο, βλέπεις την αφυδατωμένη σάρκα του χεριού του Αγίου. Αλλά για τις μοναχές, η σάρκα του αγίου είναι κάτι παραπάνω. Έχουν γίνει φύλακες της ιεράς παράδοσης που έχει αφήσει πίσω του ο αγιοποιημένος Αρσένιος, και είναι μάρτυρες των συνεχιζόμενων θαυματουργών δυνάμεών του. Η μονή έχει γίνει σημείο συσσώρευσης προσκυνητών. Εδώ, άνθρωποι που αναζητούν θαυματουργικές θεραπείες και απίθανα οράματα έρχονται για να ικετεύσουν τον ντόπιο άγιό τους να τους βοηθήσει κάνοντας κάποιο θαύμα για λογαριασμό τους ή, τουλάχιστον, να μεσιτεύσει προς το Θεό για να επέμβει προσωπικά και να φέρει γιατρειά. Άρρωστοι, τυφλοί, ανάπηροι, διανοητικά ασθενείς – όλοι ανεβαίνουν τα ίδια σκαλοπάτια που ανέβηκες κι εσύ για να ζητήσουν βοήθεια και συμπαράσταση από τον άγιο. Κάποιοι λαμβάνουν την ευλογία του αγίου και κάποιοι φεύγουν με την ελπίδα, αλλά χωρίς θαύμα (ακόμη!). Οι μοναχές που ζουν εκεί φροντίζουν όσους έρχονται να ζητήσουν θαυματουργική θεραπεία. Εκείνες ακούν όλα τα προβλήματα των προσκυνητών, τους παρέχουν στέγη και τροφή, δίνουν αφειδώς τη βοήθειά τους και τις προσευχές τους σε όλους αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους, και κατά κάποιον τρόπο απορροφούν τη θλίψη και την απόγνωση όσων έρχονται στο μικρό τους μοναστήρι. Και εκείνες είναι που ενσωματώνουν αυτές τις προσευχές, τις παρακλήσεις, τις θλίψεις, στις δικές τους προσευχές στο παρεκκλήσι. Κουβαλάνε το γήινο βάρος των ανθρώπων, ενώ ο άγιος κουβαλά το ουράνιο. Εδώ όντως πρόκειται για μεταμόρφωση της σάρκας, και των ζωντανών και των νεκρών.
Leave a Reply