Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο συνεχίζουμε, αγαπητέ αναγνώστη με την παρουσίαση των μοναστηριών του αγαπημένου μας νησιού. Μετά τις μοναστικές τοποθεσίες κοντά στην Παροικιά, στη Νάουσα και στις Λεύκες, σειρά έχουν οι περιοχές των Μαρμάρων και της Αγκαιριάς. Υπενθυμίζουμε ότι το πρώτο κεφάλαιο αφορούσε τα σύμβολα και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας και το δεύτερο την παρουσίαση του μοναστικού βίου. Όμως και τα πέντε κεφάλαια αποτελούν μία αδιαίρετη ενότητα που είναι στην διάθεση σας ευθύς αμέσως μας το ζητήσετε.
Κείμενο: Ευάγγελος Βαλαντάσης
Σχέδια: Στέλιος Γκίκας
Στην περιοχή των Μαρμάρων
Η μονή του Αγίου Γεωργίου Λαγκαδά
Η διαδρομή με το αυτοκίνητο μέχρι αυτό το μοναστήρι, πολύ πάνω από τη χαράδρα που κατεβαίνει από τα βουνά πάνω από τον Δρυό στο νότιο μέρος του νησιού θα μείνεις άναυδος. Πεζή είναι ακόμη πιο όμορφα, φρόντισε όμως να έχεις μαζί σου αρκετό νερό και να φορέσεις κατάλληλα παπούτσια – δεν είναι εύκολος περίπατος! Αυτό το μοναστήρι, πάντως, αξίζει τον κόπο.
Η μονή χτίστηκε τον δέκατο έβδομο αιώνα. Από κάτω είναι ένα επιβλητικό οικοδόμημα, αν και από το δρόμο, και από το χώρο στάθμευσης, πρέπει να κατέβεις αρκετά σκαλιά για να φτάσεις στην είσοδο (κάτω αριστερά). Προτού φτάσεις εκεί, πρέπει να σκύψεις για να περάσεις μια όμορφη αψιδωτή στοά. Πρόσεχε πού πατάς: το μαρμάρινο και πέτρινο δάπεδο μέσα στη στοά έχει λειανθεί από τα πόδια χιλιάδων προσκυνητών. Αν στρίψεις δεξιά στο τέρμα, μπορείς να κατέβεις τη στριφογυριστή σκάλα προς το ιερό πηγάδι που παρέχει άφθονο νερό στην περιοχή. Ή, αν είσαι λάτρης της περιπέτειας, μπορείς να προσπαθήσεις να βρεις τη «σπηλιά των δαιμόνων» στην ορεινή περιοχή πάνω από το χώρο στάθμευσης. Η επιλογή είναι δική σου, αλλά μην αμελήσεις να δεις αυτό το απόλυτα γαλήνιο μοναστήρι.
Πολλοί διάσημοι θεολόγοι και θρησκευτικοί ηγέτες έχουν μείνει σ’ αυτό το μοναστήρι τους τελευταίους αιώνες – τα περισσότερα ονόματα δεν είναι γνωστά, ένα όμως ξεχωρίζει: ο Άγιος Αρσένιος της Πάρου. Στον επάνω όροφο της μονής, ακριβώς πάνω από το ναό, υπάρχει ακόμη το μικροσκοπικό ασκητικό του κελί, εκεί όπου κοιμόταν και προσευχόταν. Το κελί αυτό θα σε κάνει να δεις με άλλο μάτι το δωματιάκι σου στο ξενοδοχείο! Σήμερα, ο Μητροπολίτης Παροναξίας μένει σ’ αυτό το μοναστήρι όποτε φεύγει από την κυρίως οικία του στη Νάξο.
Το μοναστήρι σήμερα γνωρίζει κάτι σαν αναγέννηση, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη και ενός νεαρού μοναχού του οποίου η ενεργητικότητα και ο ενθουσιασμός για τη θρησκευτική ζωή είναι κάτι που πρέπει να γνωρίσεις από κοντά (πρόσεξε, όμως, μπορεί να σου γεννηθεί η επιθυμία να μείνεις κι εσύ εκεί και να γίνεις μοναχός!). Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο, βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν ευχάριστο εσωτερικό κήπο. Στα δεξιά σου είναι το παρεκκλήσι, στα αριστερά η σκάλα που οδηγεί στα μοναστικά κοινόχρηστα δωμάτια. Απέναντι, θα προσέξεις μια μεγάλη ξύλινη σανίδα, κρεμασμένη πλάγια. Αυτή είναι το «τάλαντο», ένα ξύλινο σήμαντρο που χτυπούν με ένα ξύλινο σφυρί σε συγκεκριμένο ρυθμό για να ξυπνήσουν τους μοναχούς στη μέση της νύχτας για να προσευχηθούν. Ο δυνατός και βαθύς ήχος του πλανιέται σε ολόκληρη τη μονή και κάνει την προσευχή ακόμη πιο αιθέρια.
Το παρεκκλήσι, που τώρα ανακαινίζεται και καθαρίζεται για να αστράφτει στο ηλιόφως, μπορεί να καυχιέται για το περίτεχνο ξυλόγλυπτο εικονοστάσι του και για τις ακόμη πιο περίτεχνες εικόνες του δέκατου έβδομου αιώνα που διαθέτει. Φαντάζει μικρό για το μέγεθος της μονής, αλλά οι μοναχοί θέλουν να έχουν την αίσθηση της εγγύτητας την ώρα της προσευχής. Ο μικρός χώρος τους φέρνει πιο κοντά μεταξύ τους και, παράλληλα, πιο κοντά στο Θεό.
Τα μοναστήρια είχαν οικονομική αυτονομία, και συχνά βοηθούσαν πολλούς από τους φτωχούς αγρότες που ζούσαν στην περιοχή. Αν κοιτάξεις από το εσωτερικό της αυλής ψηλά, θα δεις τα κατσίκια της μονής στην πλαγιά του βουνού. Ένα απλό κάλεσμα ενός μοναχού αρκεί για να τα φέρει πίσω στο μαντρί τους (στα δεξιά σου, καθώς κατέβαινες προς την είσοδο). Σαν ψυχές που υπακούουν στο Θεό τους, αυτά τα ζώα ακούν και ανταποκρίνονται στην αφοσίωση και τη φροντίδα του βοσκού τους. Περιμένουν στο μαντρί για να φάνε ή να αρμεχτούν. Ακόμη και το ημίαιμο σκυλί της μονής μοιάζει ευγενικό και καλοσυνάτο, τρέχοντας κοντά σε όποιον κατεβαίνει προς την είσοδο. Ζει μαζί με έξι γάτες που κοιμούνται γαλήνια πάνω σε μερικές καρέκλες που έχουν αφεθεί έξω στον ήλιο.
Οι μοναχοί αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο ως προς την προστασία του περιβάλλοντος. Παίρνουν τις άχρηστες πέτρες και τις κάνουν εκπληκτικά κτίσματα. Δουλεύουν το βραχώδες έδαφος και δημιουργούν υπέροχους κήπους. Καλλιεργούν τα δικά τους λαχανικά χωρίς τεχνητά λιπάσματα. Πίνουν καθάριο νερό από το πηγάδι, και δίνουν απ’ αυτό και στα ζώα τους. Συμβιώνουν με την υπόλοιπη ανθρωπότητα και με όλη τη δημιουργία μέσα σε αρμονία και σεβασμό. Οι μοναχοί ήταν οι πρώτοι οικολόγοι.
Αυτή ακριβώς η αρμονική σχέση με το περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι δεν προσπαθούν να το κυριεύσουν αλλά να ενσωματωθούν μέσα του, είναι που διδάσκει αυτό το μοναστήρι σ’ εμάς τους προσκυνητές. Η θέα που εκτείνεται ως τη θάλασσα, η χρήση ντόπιας πέτρας για τη στέγη του ναού, τα ζώα, οι σπηλιές, το νερό, το ίδιο το κτίριο, στρέφουν την προσοχή σ’ αυτήν τη γεμάτη χάρη και σεβασμό ενασχόληση με το περιβάλλον, με ό,τι βρίσκεται κοντά μας, με τη γη, όπου ζούμε όλοι μας. Αυτή η αρμονία συνιστά τον παράδεισο που αντιπροσωπεύει αυτό το μοναστήρι – μια αρμονία που σε τραβά μέσα στη γαλήνη της από το πρώτο σκαλί που κατεβαίνεις προς την είσοδο και συνεχίζει για πολλή ώρα μετά την επίσκεψή σου, καθώς κατεβαίνεις ξανά, μέσα από την πανέμορφη θέα, στον κόσμο που ζεις. Μπορεί κοντά στο μοναστήρι να υπάρχει η σπηλιά των δαιμόνων, αλλά αυτή την εποχή φαίνεται πως οι δαίμονες έχουν αφήσει τη σπηλιά κι έχουν κατέβει στις πόλεις.
Στην περιοχή της Αγκαιριάς
Η μονή των Αγίων Θεοδώρων
Αυτό το μοναστήρι, όπου φτάνεις (με αυτοκίνητο ή με τα πόδια) περνώντας από έναν από τους δυσκολότερους δρόμους του νησιού, είναι χτισμένη σ’ ένα μέρος που θεωρείται ιερό από τα πανάρχαια χρόνια. Αρχικά, ψηλά πάνω σ’ αυτό το βουνό, εκεί που τώρα βρίσκεται το καθολικό της μονής, οι αρχαίοι είχαν χτίσει ένα ναό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, για να επιβλέπει ολόκληρο το νησί. Εκείνος ο αρχαίος ναός είχε χτιστεί από τον Αρχέλαο, διευθυντή ενός γυμνασίου (αρχαίου κέντρου μάθησης και άθλησης), κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Τότε, όπως και τώρα, οι άνθρωποι πίστευαν πως οι κορυφές των βουνών ήταν πιο κοντά στις κατοικίες των θεών, κι έτσι λειτουργούσαν σαν σύνδεσμοι ανάμεσα στο βασίλειο των θεών και το βασίλειο των ανθρώπων. Η μονή των Αγίων Θεοδώρων συνεχίζει αυτή την παράδοση, ενώνοντας τον ουρανό και τη γη σ’ έναν παράδεισο.
Οι μοναχές που ζουν εδώ έχουν όντως δημιουργήσει έναν παράδεισο. Μέσα στα βράχια της κορυφής έχουν σιγά-σιγά χτίσει πεζούλια κι έχουν φτιάξει περιτοιχισμένους κήπους, φέρνοντας χώμα και κοπριά από τους πρόποδες του βουνού. Οι τοίχοι προστατεύουν τους κήπους από τους σφοδρούς ανέμους που σχεδόν πάντοτε δέρνουν το βουνό. Ο ήχος του ανέμου κάνει το μοναστήρι ακόμη πιο απόκοσμο, και σου δίνει την εντύπωση πως έχεις αφήσει πίσω σου το βασίλειο των ανθρώπων κι έχεις μπει στο βασίλειο του Θεού. Οι μοναχές έχουν χτίσει έναν παράδεισο: μπολιάζοντας την ανθεκτική βερικοκιά με άλλα φρούτα, έχουν κάνει κάθε δέντρο να παράγει κάτι διαφορετικό: μήλα, ροδάκινα, αχλάδια, βερίκοκα, όλα αναμεμιγμένα σε μια διάταξη που ξεπερνά τη φύση και γίνεται κάτι σχεδόν υπερφυσικό.
Εδώ καλλιεργούν το δικό τους σιτάρι για το ψωμί τους, τα δικά τους λαχανικά και φρούτα. Παράγουν το δικό τους κρασί, το δικό τους λάδι και τα δικά τους τυριά. Μέσα στα βουνά, έχουν μετατρέψει αυτή την άγονη γη σε παράδεισο αφθονίας.
Η εκκλησία στο κέντρο του μοναστηριού έχει τη δική της ιστορία. Χτίστηκε, όπως είπαμε, πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού του Απόλλωνα. Αργότερα, τον δέκατο έκτο αιώνα, χτίστηκε μια μικρότερη εκκλησία, η οποία κάποια στιγμή γκρεμίστηκε, μην μπορώντας, μάλλον, να αντέξει τους άγριους ανέμους. Αργότερα, το 1928, ο ιερός αυτός χώρος ξαναζωντάνεψε, με την ανέγερση αυτού του μοναστικού παρεκκλησιού. Ιερός χώρος πάνω σε ιερό χώρο, ανακυκλώνοντας ξανά και ξανά τα πλούτη του πνεύματος σε κάθε γενιά.
Αν μπεις στο παρεκκλήσι, συναντάς ένα όμορφο αλλά όχι επιβλητικό εικονοστάσι. Κοίταξε όμως πίσω από τον επισκοπικό θρόνο, στην καρέκλα όπου κάθεται η ηγουμένη για να επιβλέπει την προσευχή των μοναχών. Όταν βρίσκεσαι ακριβώς μπροστά στο εικονοστάσι, τα καθίσματα αυτά είναι πίσω σου, προς τα δεξιά. Εκεί, θα δεις μια πρωτο-φεμινιστική εικόνα που θα συνεπάρει την καρδιά και το μυαλό σου. Πρόκειται για μια εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, που μάλλον φιλοτέχνησε κάποιος παλιός ιερέας, την οποία οι αγιογράφοι απεικονίζουν συνήθως να κρατά το δισκοπότηρο και το κουτάλι της Θείας Ευχαριστίας. Γύρω από την αγία στέκονται επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, μικρότεροι σε μέγεθος, λιγότερο επιβλητικοί, και είναι φανερό πως δεν είναι αυτοί που έχουν την εξουσία. Οι μοναχές εδώ ξέρουν πως θέλει μεγάλη τόλμη και μεγάλη πίστη για να είσαι γυναίκα μέσα σε μια ανδροκρατούμενη εκκλησία. Αυτή η εικόνα, παρόλο που είναι κάπως κρυμμένη πίσω από το θρόνο, αποτελεί μνημείο στο πνεύμα τους.
Η μονή του Αγίου Χαραλάμπους
Τα μοναστήρια αλλάζουν ταυτότητα. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει. Αυτό το μοναστήρι αρχικά αφιερώθηκε στους θεραπευτές Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό το 1657 από κάποιον ιερέα με το όνομα Νικόλαος Σκιαδάς, που μαζί με τους αδελφούς του Ιωάννη και Αρμάνδο αποφάσισαν να ζήσουν μαζί τη μοναστική ζωή, πράγμα που μάλλον έκαναν για πολλά χρόνια. Αργότερα, το μοναστήρι αφιερώθηκε στον Άγιο Χαράλαμπο, θαυματουργό αρχιερέα της εκκλησίας, έχοντας μάλλον περάσει στα χέρια της περίφημης οικογένειας Μαυρογένους. Το 1793, η Μαριόρα Μαυρογένους, χήρα του διάσημου Νικολάου Μαυρογένους, δώρισε τη μονή στη βασιλική της Παροικιάς, την Εκατονταπυλιανή. Δυο οικογένειες, λοιπόν, με διαφορετικούς λατρευτικούς προσανατολισμούς, έδωσαν δυο διαφορετικές ταυτότητες στο μοναστήρι: η μια αναζητούσε τη θεραπεία των ασθενών, πιθανώς και την πνευματική ίαση των μελών της, στις ιεροπρεπείς μορφές των Κοσμά και Δαμιανού, ενώ η άλλη, που περιλάμβανε πολλούς πολεμιστές, έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη δύναμη του θαυματουργού Χαραλάμπους. Τα δυο ονόματα είναι ενδεικτικά των δυο διαφορετικών εποχών.
Οι Έλληνες, γενικά, και ειδικότερα οι μοναχοί, δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στα ονόματα απ’ ό,τι ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος. Συνήθως δίνουν στα παιδιά τα ονόματα των παππούδων ή των γιαγιάδων για να τους διατηρήσουν ζωντανούς στη μνήμη των επόμενων γενεών. Στην Ελλάδα, η ονομαστική εορτή, η εορτή της μνήμης του Αγίου που έχει δώσει το όνομά του σε κάποιον, είναι πιο σημαντική από τα γενέθλια. Τα ονόματα δεν συνδέουν μόνο τις προηγούμενες γενεές με τις επόμενες, αλλά και τον ουρανό με τη γη.
Απέναντι από το μοναστήρι υπάρχει ένα μικρό, όμορφο και ανακαινισμένο πέτρινο γεφύρι. Αξίζει να περπατήσεις μέχρι εκεί. Το γεφύρι περνά πάνω από ένα μικρό ποτάμι, που συνήθως το καλοκαίρι δεν έχει παρά ελάχιστο νερό, και χρησιμεύει στο να μπορεί να διασχίζει κανείς το ποτάμι με ευκολία, αντί να κατεβαίνει από τη μια πλευρά και μετά να σκαρφαλώνει πάλι από την άλλη. Αυτή η είναι η κάθετη όψη των πραγμάτων. Αλλά υπάρχει και μια οριζόντια λειτουργικότητα. Στις δυο πλευρές της γέφυρας είναι ενσωματωμένες δυο γούρνες που μεταφέρουν νερό από τη στέρνα (κοντά στο μοναστήρι) στα χωράφια που βρίσκονται στην άλλη μεριά του ποταμού. Έτσι, η γέφυρα μεταφέρει το νερό κατά τη μια έννοια, ενώ ταυτόχρονα βοηθά τους ανθρώπους να περπατήσουν κατά την άλλη.
Τα μοναστήρια ενώνουν τους ανθρώπους μεταξύ τους – τόσο τους μοναχούς και τις μοναχές που ζουν μαζί, όσο και τους επισκέπτες, όχι μόνο σήμερα αλλά διαμέσου των αιώνων, φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και μεταφέροντας το δροσερό νερό της κοινοβιακής αγάπης. Αλλά τα μοναστήρια συνδέουν επίσης αυτό τον κόσμο, και τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτόν, με το ουράνιο βασίλειο. Ενώνουν τον ουρανό με τη γη, το Θεό με την ανθρωπότητα, το θείο με το κοσμικό. Όποια κι αν είναι η ταυτότητά τους, είτε είναι αφιερωμένα στον Κοσμά και το Δαμιανό είτε στον Χαράλαμπο, τα μοναστήρια λειτουργούν πάντα σαν γέφυρες, κάθετα και οριζόντια.
Leave a Reply