ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2015
Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων στον Η. Χ. Παπαδnμητρακόπουλο
Σε έναν σπουδαίο, χαμηλόφωνο και μεγάλης αποδοχής διηγηματογράφο τον Ηλία Χ. Παπαδnμητρακόπουλο, απονέμεται το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων.
Έτσι αποφάσισε ομόφωνα η αρμόδια για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού. Στο σκεπτικό της βράβευσής αναφέρεται ότι ο 86 χρόνος στρατιωτικός γιατρός από τον Πύργο της Ηλείας διακρίνεται «για το χιούμορ, τη λιτότητα, την αγάπη για τη φύση, την οξύτατη σάτιρα για την στρεβλή σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον, την έντονη και πηγαία ερωτική διάθεση και την προσήλωση στον κόσμο των αφανών, παραγκωνισμένων και συχνά καταδιωκόμενων πλασμάτων».
Οι έξι συλλογές διηγημάτων του, «Θερμά θαλάσσια λουτρά», «Ο γενικός αρχειοθέτης», «Ο θησαυρός των Αηδονιών», «Ο οβολός», « Οδοντόκρεμα μ ε χ λωροφύλλη » και «Ροζαμούνδn», συγκεντρώθηκαν το 2012 από τον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδη σε μια εξαιρετική έκδοση, σε ειδικό κουτί, κοσμημένες με σχέδια του Ανακρέοντα Καναβάκη. Εφημερίδα των συντακτών Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016.
Από τη σύνταξη της εφημερίδας | Editorial of the newspaper
Ένα ζεστό πρωϊνό του Ιουλίου, συναντήσαμε το διακεκριμένο διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδηµητρακόπουλο στο αγαπημένο του στέκι στο Υστέρνι της Πάρου.
Αφορμή η βράβευση του φέτος µε το Μεγάλο Βραβείο Γραµµ άτων για τη συνολική προσφορά του έργου του, το οποίο του απονεμήθηκε ομοφώνως, και η επιθυμία του να µας παραδώσει ο ίδιος το υλικό από τα δημοσιεύματα και να µας καθοδηγήσει για τον τρόπο παρουσίασης του αφιερώματος που θα του κάναμε στην εφημερίδα των ΦτΠ.
Η κουβέντα δε μπορούσε να µην πάει και στην τρέχουσα επικαιρότητα και όπως πάντα, η γλώσσα του ξυράφι και η καρδιά μεγάλη.
Με αφορμή τη διάκρισή του, ο Ηλίας Χ. Παπαδηµητρακόπουλος αφιέρωσε το βραβείο του στους «πατέρες της διηγηματογραφίας, που µας χάρισαν ατέλειωτες ώρες αναγνωστικής απόλαυσης και παραμυθίας».
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος | Ο θησαυρός των Αηδονιών | Το σκυλί
Ερχόταν με το τρακτεράκι και όργωνε το χτήμα. Στην καρότσα, μπροστά-μπροστά, καθόταν πάντα ένα μικρό́ μαύρο σκυλί.
Ήταν ένα αεικίνητο, εξαιρετικά παιχνιδιάρικο ζώο, έλαμπαν τα μάτια του, γυάλιζε το τρίχωμά του, ο αφεντικός του το είχε μη βρέξει και μη στάξει. Όσες ώρες εκείνος δούλευε, το σκυλί έμενε ξαπλωμένο κάτω από́ την καρότσα.
Δεν θα ξεχάσω τις χαρές που έκανε, μόλις τέλειωνε ή δουλειά: έτρεχε πέρα-δώθε, κρεμιόταν πάνω μας, μας έγλειφε, υστέρα πηδούσε στην καρότσα και βολευόταν, διπλά στον οδηγό́. Καθώς το τρακτεράκι απομακρυνόταν, το σκυλί γυρνούσε κάθε τόσο και με κοίταζε με ένα ζωηρότατο και (μπορώ να πω) ευτυχισμένο βλέμμα.
Εφέτος ήρθαν χωριστά – ο αφεντικός με το τρακτεράκι του, το σκυλί 5-6 μέτρα πιο πίσω. Φαινόταν άκεφο, σαν άρρωστο, το βλέμμα του σαν τρομαγμένο. Μάτην περίμενα να πάρει τη γνώριμη θέση του κάτω από́ την καρότσα τράβηξε πιο πέρα, έπιασε τον ήσκιο ενός δέντρου και παρέμεινε όλη την ημερά εκεί.
Ρώτησα τον αφεντικό́ του τι συμβαίνει, αν είναι άρρωστο το σκυλί. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε τον πολυάσχολο, δεν μου απάντησε.
Φεύγοντας το απομεσήμερο, κι ενώ το σκυλί τον παρακολουθούσε από μακριά, μου εξομολογήθηκε: – Τον χειμώνα άρχισε να τρώει ξένές κότες, και με πίεζαν στο χωριό να το ξεκάνω. Το πήγα ένα βραδύ και το έριξα σε ένα ξεροπήγαδο. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι, την τρίτη πήρα τον φακό́, πήγα στο πηγάδι, τράβηξα το καπάκι και είδα τα ματιά του να με κοιτάζουν. Του έριξα έναν κουβά και το ανέβασα. Από́ τότε χάλασε n φιλιά μας, μένει μαζί μου, με ακολουθεί, αλλά δεν παίζει, ούτε στην καρότσα ανεβαίνει πια.
Leave a Reply