Δευτέρα 14 Νοεμβρίου
9:30 π.μ. Πίσω Λειβάδι, Πάρος:
Ήλιος και μπουνάτσα. Οι καρέκλες ανάποδα στα τραπέζια, ερημιά. Ζεστό καφέ στον Καπετάν Γιάννη, που εξυπηρετεί πεισματικά δυο-τρεις εναπομείναντες ντόπιους παπούδες. Κατά τις 10:00 ο βοριάς ρυτιδιάζει το στενό της παροναξιάς, σαλπάρουμε. Ο δικός μας καπετάνιος ζητάει ό,τι ονόμασε δυναμωτικό ιρλανδέζικο καφέ: γερμανικός Jacobs ψημένος σε χειροκίνητη ιταλική macchinetta, με μια διπλή δόση παριανής σούμας. Ένα δελφίνι μπροστά, ύστερα δίπλα, μας ξεπροβοδίζει και χάνεται. Ακίνητο γκρίζο σύννεφο καθισμένο στις Λεύκες, οι ανατολικές πλαγιές του νησιού στο φως, πληγωμένες τόπους τόπους από τσιμεντένιους μύκητες που εξαπλώνονται ύπουλα χρόνο με το χρόνο. Το φως διαθλάται στο Μακρονήσι, στο Δρυονήσι, στο Παντερονήσι πιο κάτω, στο Τηγάνι κι επιμένει σωτήριο, παριανό -όχι κυκλαδίτικο, γιατί δεν είναι ένα το κυκλαδίτικο φως, πέρνει τις αποχρώσεις του από τον άνεμο, τα σύννεφα, τον ήλιο, το φεγγάρι, την κοντινή στεριά. Ώχρα, σταχτί, γαλανό, μενεξελί, λευκό, μαύρο, σβήνουν το ένα μέσα στ’ άλλο. Ο άνεμος αγριεύει, πανιά. Κοπάζει, μηχανή. Ο ήλιος χάνεται, πανωφόρια. Προβάλει, φανελάκια. Αιγαίο: τίποτα ποτέ δεν είναι προβλέψιμο. Πρέπει να πηγαίνεις με τα νερά του, να γραδάρεις, να πλάθεσαι μαζί του, να υποκύπτεις στις προθέσεις του. Τραβάμε νότια, άφωνοι. Μιλάει ο άνεμος, το φως, τ’ αφρισμένα κύμματα, οι μακρινές στεριές που υπόσχονται απάγκειο, οι βράχοι που αιωρούνται πάνω απ’ την επιφάνεια από μια παιχνιδιάρικη φάρσα που κάνει το φως -γεμάτο Σκύλλες και Χάρυβδες το Αιγαίο-, η μυρωδιά της θάλασσας, ο κορμοράνος που προσπερνάει με ταχύτητα ιλιγγιώδη. «Ώρα για σουμίτσα, κοριτσάκι;», ο καπετάνιος ζητάει το φλασκί. Ναι, η γεύση, η μόνη αίσθηση που δεν έχει διεγερθεί θανάσιμα.
3:30 μ.μ. Καραβοστάσι, Φολέγανδρος:
Ουρανός μαβής, γη σταχτιά, χέρσοι βράχοι, χτίσματα ελάχιστα. Απόλυτη ερημιά. Το τελευταίο λεωφορείο έφυγε πριν μιάμισυ ώρα. Το μοναδικό τηλέφωνο για ταξί αρνείται να ανταποκριθεί. Κρυώνουμε και πεινάμε. Ο μοναχικός λιμενικός, λιγόλογος, «περπατιέται ως τη Χώρα» μας λέει, «τρία-τέσσερα χιλιόμετρα». Ανηφορίζουμε κατακόρυφα, ένα φιδίσιο δρόμο, προς μια Χώρα-φάντασμα, αφού τίποτε δε φαίνεται στις ψηλές κορυφογραμμές μπροστά μας, στο δρόμο ψυχή, μόνο ένα εκκλησάκι φωτισμένο, κοκκινωποί βράχοι, ζωή καμιά, ούτε ένα θυμάρι, μια ρίγανη, μια κάπαρη, κανένας μυρωδάτος θάμνος, μόνο χώμα και πέτρα. Τόπος ξεχασμένος απ’ το Θεό. Φτάνουμε κι έχει βραδυάσει. Κρυώνουμε, πεινάμε, διψάμε. Σούμα; Ξεχάσαμε το φλασκί! Στα άδεια φιδίσια δρομάκια της καστροπολιτείας ένα μεγαλομπακάλικο σαν άτυπο καφενείο. Απέξω κοντοστέκονται και συνομιλούν καπνίζοντας δυο-τρεις άντρες. Μέσα οι γυναίκες ψευτοψωνίζουν, πιο πολύ κουβεντιάζουν. Όχι εδώ δεν θα το λένε σούμα. Τσίπουρο. Η κυρία πίσω απ’ το ταμείο, αληθινή μπακάλισα, μας γραδάρει, μάλλον μας εγκρίνει και βγάζει το τελευταίο κρυμμένο πεντόκιλο. «Το είχα για μένα», λέει, «μ’ αρέσει το τσίπουρο, αλλά χαλάλι σας! Είναι καλό, θες να δοκιμάσεις;». Ρίχνει σε πλαστικά ποτηράκια, γεμίζει κι ένα δικό της, ανάβει τσιγάρο, τσουγκρίζουμε άηχα και ρωτάει από που ερχόμαστε. Από την Πάρο, λέμε. «Κι από που είστε;» επιμένει. Άντε τώρα να εξηγήσεις. Ένας Έλληνας, μια Ιταλίδα, μια Ελβετή, ένας Ρώσος, μια Ελληνίδα. Αλλά «σπίτι μας» είναι η Πάρος. Μετανάστες όλοι, αυτήν διαλέξαμε για τόπο μας, αυτή μας χώρεσε. Έχει μυρωδιές, φως, αέρα, εύφορη γη και σπίτια στην κλίμακα του ανθρώπου. Ανοίγεις τα χέρια κι ακουμπάς τους τοίχους μες το σοκάκι. Όπως κι εδώ. «Δεν υπάρχει τίποτα στη Χώρα», λέει, «όλα κλειστά. Ίσως στην Άνω Μεριά, τρία χιλιόμετρα από δω». Ο μοναδικός ταξιτζής άφαντος και ξαφνικά, οι άντρες κι οι γυναίκες μέσα κι έξω απ’ το μπακάλικο συσπειρώνονται, ένα μικρό πηγαδάκι σε αυτοσχέδια ζωηρή συνεδρίαση. «Που θα φάνε οι άνθρωποι, πώς θα πάνε;». Ο κύριος Πέτρος -Άγιο τον βάφτισε ο Έλληνας της παρέας- προσφέρεται να μας μεταφέρει με το μαραγκούδικο φορτηγάκι του στην παραλία της Αγκάλης, στην άλλη άκρη του νησιού. Πώς είναι τόσο φιλόξενοι οι άνθρωποι, τέτοιους καιρούς, τέτοια ώρα; Στην κλειστή καρότσα, ανάμεσα σε καδρόνια και κυλίμια, μαθαίνουμε πως η τουριστική περίοδος είναι εδώ πολύ μικρή. Ύστερα ο τόπος ερημώνει. Στην παραλιακή ταβέρνα, η οικογένεια συντρώγει με τους αλλοδαπούς ψαράδες που δουλεύουν στο καΐκι της. Δίπλα στήνεται ένα τραπέζι για μας, με ό,τι έχουν μαγειρέψει για κείνους. Ο Άγιος Πέτρος μαζί μας. Διακριτικός, δεν κατεβάζει μπουκιά, μιλάει μόνον όταν του μιλάμε και στο τέλος μας φορτώνει στο φορτηγάκι και μας γυρίζει στο Καραβοστάσι. Ούτε για τη βενζίνη ήθελε, ούτε τα «ευχαριστώ» μας τον συγκίνησαν, η χαρά ήταν δική του είπε, πέρασαν οι μοναχικές του ώρες με συντροφιά. Πώς σμίγουν οι άνθρωποι έτσι απλά κι αυθόρμητα σε τόπους ξεχασμένους;
Τρίτη 15 Νοεμβρίου
6:00 μ.μ. Αδάμαντας, Μήλος:
Πλέουμε σε σμαραγδένια νερά, προσπερνάμε βράχια άσπρα γλυπτά και μεγάλες σπηλιές στο Νότο του νησιού. Μέχρι να καβαντζαρουμε το ακρωτήρι, ο άνεμος αδυσώπητος. Άλλο φως, πιο διάφανο αλλά και πιο βαρύ στα χρωματιστά, πληγωμένα βουνά της Μήλου. Κάθε ορυκτό κι άλλο χρώμα. Άσπρα βουνά και κόκκινα και ωχρά και γκρίζα, ασβέστης, θείο, οψιδιανός, ραβδωτά στρώματα λάβας, πολύχρωμες σειρές από «σύρματα» για να φυλάνε τις βάρκες τους οι Μηλιοί στις στενές παραλίες του νησιού με την ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη. «Τίποτα δεν θα βρείτε ανοιχτό στην Πλάκα. Τώρα το χειμώνα, μόνο εδώ είναι η ζωή». Μείναμε στη ζωή. Το πρωί, ξυπνήσαμε βουβαμένοι στη μαύρη, απειλητική, μυστηριώδη καλντέρα του Αδάμαντα. Με νοικιασμένο αυτοκίνητο γυρίσαμε την επίπεδη γη της Πλάκας κάτω απ’ την μεσαιωνική καστροπολιτεία και πάνω απ’ την αρχαία πόλη, την πορώδη υφαιστιακή γη τηςΤρυπητής , το Κλήμα με τα σύρματα και τα καλλιεργημένα μικροχώραφά του. Αυτό το νησί δεν είναι ξεχασμένο απ’ το Θεό, του δίνει ζωή η μεγάλη εταιρία που ρημάζει τα βουνά του. Οι άνθρωποί του, αδιάφορα ευγενικοί προς τους εκτός εποχής περιπλανώμενους, κοιτάζουν τις δουλειές τους. Ίσως να ‘ναι ρημαγμένοι κι οι ίδιοι. Ίσως και κουρασμένοι τέτοια εποχή. Η δική τους τουριστική περίοδος κρατάει περισσότερο. Σαλπάρουμε. Στο στενό ανάμεσα στη Μήλο και την Κίμωλο, το φως αλλάζει, γίνεται κόκκινο σαν αίμα. Πιο άγρια, ακόμα πιο ρημαγμένα εδώ τα βουνά. Σκουριασμένες, σαπισμένες γερανογέφυρες και στοιχειωμένα κτήρια ορυχείων. Βραδιάζει. Ολοσκότεινος απόκρυμνος βράχος το νησί, ένα φιδάκι που αχνοφέγγει στην κορυφογραμμή, η Χώρα της Κιμώλου. Τα φώτα του «πολιτισμού» μακριά, στα καθαρά, φροντισμένα, πλούσια χωριά της Σίφνου.
Τετάρτη 16 Νοεμβρίου
6:00 μ.μ. Πλατύς Γυαλός, Σίφνος:
Παραλία παντέρημη, απάτητη, μαύρο σκοτάδι. Μοναχικός ψαράς με ερασιτεχνικό καλάμι στην προβλήτα τηλεφωνεί στο φίλο του, που εκτελεί, χάριν του βραδινού μας, χρέη πειρατικού ταξιτζή. Ρουμάνος, πολιτογραφημένος Σιφνιός, μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι αποπνικτικά αρωματισμένο και την ένταση της ελληνικής λαϊκής μουσικής να τρυπάει τα τύμπανα, μας ανεβάζει με ταχύτητα φωτός στην Απολλωνία. Πάλι απλώνεις τα χέρια και πιάνεις τους τοίχους των σπιτιών, αλλά σ’ αλλιώτικα χωριά, αλλοιώς επιμέλημένα, με μονοπάτια σημαδεμένα για περιπάτους, ωραία φωτισμένα αξιοθέατα και μαγαζιά με περίτεχνα κοσμήματα και κεραμεικά. Άλλος τόπος, άλλος τρόπος, άλλοι άνθρωποι. Τα σύννεφα τραβιούνται και βλέπουμε επιτέλους την περιβόητη υπερπανσέληνο σ’ ενιαίο μαύρο φόντο θάλασσας κι ουρανού μαζί.
Πέμπτη 17 Νοεμβρίου
6:00 μ.μ. Πίσω Λειβάδι:
Από το Στρογγυλό και το Δεσποτικό, η νότια πλευρά της Αντιπάρου έχει τα ίδια σμιλεμένα βράχια με τη νότια πλευρά της Μήλου. Αλλά διαφορετικό φως. Διαθλασμένο στα ήπια, στρογγυλεμένα βουνά και βουτηγμένο στο πράσινο των μυρωδικών τους θάμνων. Οι κεραίες απέναντι είναι γνώριμες, ο καιρός έχει ανοίξει, αλλά πάνω από τις Λεύκες κατακάθεται το γνωστό σύννεφο. Δένουμε στο Πίσω Λειβάδι. «Να πιούμε την τελευταία σούμα κοριτσάκι;». Γεμίζω το φλασκί και του το αφήνω, να ‘χει για τους ευφάνταστα πολυεθνικούς πρωινούς «ιρλανδέζικους καφέδες» του. Για να θυμάται την πολυεθνική παρέα που έχει ριζώσει στην Πάρο, όπως κι αυτός, και που την ταξίδεψε σε τέσσερις τόπους, όλους στο Αιγαίο, όλους στις Κυκλάδες, που έχουν όμως ο καθένας άλλο φως, άλλα βουνά, άλλα χρώματα, άλλες μυρωδιές, διαφορετικούς ανθρώπους, ζυμωμένους από τη δική τους ντόπια ιστορία.
Εκτός εποχής, σε τέσσερις μέρες, αφτιασίδωτος, ένας ολόκληρος κόσμος σ’ ένα μικρό κομμάτι της θάλασσας, σε μια ελάχιστη γωνιά της γης.
Μπετίνα Ντάβου
Leave a Reply