Η παρουσίαση της Χριστίνας Ντουνιά στην εκδήλωση των ΦτΠ για την Άλκη Ζέη (3.7.2014)
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ
Η χαρά της ζωής και η χαρά της γραφής: Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο
Το Καλοκαίρι του 1970 η συμμαθήτριά μου Ηλέκτρα μου δάνεισε ένα απαγορευμένο βιβλίο. Το άνοιξα κρυφά στο κρεβάτι μου κατά τα ειωθότα της μακρινής εκείνης εποχής και δεν το έκλεισα παρά τα ξημερώματα. Αποκοιμήθηκα έχοντας στο μυαλό μου το γελαστό πρόσωπο μιας νέας γυναίκας με ένα όνομα που της ταίριαζε γάντι. Ήταν η Άλκη Ζέη.
Σαράντα πέντε χρόνια κιόλας πέρασαν απ’ όταν πρωτοδιάβασα Το Καπλάνι της βιτρίνας στις εκδόσεις Γαλαξίας και το ανάμικτο συναίσθημα αγάπης και θαυμασμού που ένιωσα για την άγνωστη μα τόσο οικεία μορφή της Άλκης διατηρήθηκε και ενισχύθηκε στο πείσμα των καιρών και των ποικίλων διαψεύσεων της ωριμότητάς μας. Παραμένω φανατική της αναγνώστρια και δεν αποφεύγω τον πειρασμό να σας δηλώσω ότι από το 1976 που βρεθήκαμε στο Παρίσι μια φιλική σχέση βαθιά και αρυτίδωτη μας συνδέει.
Η Άλκη Ζέη εισήγαγε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, συνδυάζοντας τη ζωντάνια της αυτοβιογραφίας με το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό στοιχείο. Δεν άργησε να γίνει αγαπητή στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Και ίσως είναι η πιο πολυμεταφρασμένη Ελληνίδα πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Αν και το αυτοβιογραφικό στοιχείο ήταν πάντα παρόν στα αφηγήματά της η μυθοπλασία ήταν αυτή που κυριαρχούσε στα παλαιότερα έργα της. Ακόμα και στο γνωστό μυθιστόρημά της Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, μέσα από τα ιστορικά γεγονότα και τα προσωπικά βιώματα η αληθοφανής ιστορία στηρίζεται σε πρόσωπα και γεγονότα επινοημένα.
Στο τελευταίο της όμως βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, η Άλκη τόλμησε να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Έγραψε μια πραγματική αυτοβιογραφία. Η λογοτεχνική αυτοβιογραφία, είναι ένα είδος ιδιαίτερα απαιτητικό και ελάχιστα καλλιεργημένο στην ελληνική λογοτεχνία. Σκέφτομαι πρόχειρα τις περιπτώσεις του Γρηγόριου Ξενόπουλου (Η ζωή μου σα μυθιστόρημα), του Κωστή Παλαμά (Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Η ζωή μου), και ακόμα του Νίκου Καζαντζάκη την αιρετική αυτοβιογραφία Αναφορά στο Γκρέκο. Πιο κοντά βέβαια στην Άλκη Ζέη από την άποψη της διαχείρισης του υλικού και την διαπλοκή του προσωπικού με το ιστορικό στοιχείο βρίσκεται ο Ασημάκης Πανσέληνος με το βιβλίο του Τότε που ζούσαμε.
Αν και η Άλκη Ζέη αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής της με ένα τρόπο πιο έντονο και περισσότερο εμπρόθετο, από όσο αυτό συμβαίνει σε άλλα έργα της, δεν γράφει τελικά μια κλασσική αυτοβιογραφία. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια αυτοβιογραφία που βασίζεται αποκλειστικά στο ιστοριογραφικό ύφος της περιγραφής. Η αφήγηση στο βιβλίο Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο ισορροπεί πάνω στα πλούσια κοιτάσματα μιας πυκνοκατοικημένης μνήμης που αρδεύτηκε από τις σχέσεις σημαντικών ανθρώπων και σημαδεύτηκε από δραματικά ιστορικά γεγονότα. Επιταχύνοντας, παραλείποντας, συνοψίζοντας αλλά και αναδεικνύοντας, συνδυάζοντας την ευαίσθητη αλήθεια της μνήμης με την πρόκληση της λογοτεχνικής κατασκευής: Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος. Και εκεί ανάμεσα η πνευματική και καλλιτεχνική Αθήνα της εποχής, η ίδρυση των εκδόσεων «Ίκαρος», το «Θέατρο Τέχνης» αλλά και οι νέοι της ΕΠΟΝ.
Το ιδιαίτερο ύφος και οι τεχνικές της αφήγησης που είναι στον αναγνώστη οικεία από άλλα έργα της Άλκης Ζέη, συστήνουν την εγγύηση για την αυθεντικότητα της αυτοβιογραφίας της. Το Kαπλάνι της βιτρίνας, O θείος Πλάτων, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Η αραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, και αρκετά διήγήματά της δείχνουν τους όρους αυτής της συνάφειας. Η πρώτη ύλη δηλαδή βασίζεται κυρίως στις προσωπικές της εμπειρίες ή στις ιστορίες άλλων προσώπων, τις οποίες η συγγραφέας μεταποιεί και υποτάσσει στις ανάγκες της αφήγησης. Το Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο είναι από τις λίγες αυτοβιογραφίες που αφήνουν τόσο χώρο για παράλληλες ιστορίες.
Η αυτοβιογραφική κατάθεση της Άλκης Ζέη κινείται σε δύο άξονες: στην έκθεση μιας σειράς γεγονότων που συστήνουν την ιστορία των προσώπων του στενού της οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αλλά -και εδώ είναι το καινούργιο στοιχείο- στον αναστοχασμό της προσωπικής πνευματικής της περιπέτειας. Σε αντίστιξη με την ευθύγραμμη αφήγηση παρεμβάλονται -σποραδικά και διακριτά- σχόλια και πληροφορίες, ενίοτε και αποτιμήσεις που μας μεταφέρουν σε άλλο χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου της αφηγημένης ιστορίας. Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω ορισμένες χαρακτηριστικές όψεις αυτής της συναρπαστικής αυτοβιογράφησης επιμένοντας κυρίως στα συμβάντα που αφύπνισαν τη σκέψη, γονιμοποίησαν τα συναισθήματα, όξυναν το βλέμμα, συνέβαλαν δηλαδή στη δημιουργία μιας σημαντικής Ελληνίδας συγγραφέως.
Ο μπαμπάς Κρητικός και η πανέμορφη μαμά Σαμιώτισσα. Μικρότερη αδελφή μιας επίσης πανέμορφης αδελφής, η Άλκη θα βρει έναν άλλο τρόπο για να γοητεύει. Έναν τρόπο που ασκείται περισσότερο στο βάθος και όχι στην επιφάνεια των πραγμάτων, μια κατάκτηση που δεν γερνάει
και δεν χάνεται: με άλλα λόγια ακολουθεί τον τρόπο της τέχνης. Τα παιδικά χρόνια στη Σάμο είναι η αρχή μιας ζωής πλούσιας σε συγκινήσεις και εμπειρίες που θα ενισχύσουν και θα αναδείξουν το αφηγηματικό ταλέντο της Άλκης Ζέη.
Κι ύστερα η επιστροφή στην Αθήνα, το σχολείο, η Ζωρζ [Σαρή], συμμαθήτρια και φίλη -για μια ζωή- που κι αυτή θα γίνει αργότερα αγαπημένη συγγραφέας των παιδιών. Τα ποικίλα εξωσχολικά αναγνώσματα –Δον Κιχώτης, Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι, Πηνελόπη Δέλτα, Πέτρος Πικρός, και λίγο αργότερα Καραγάτσης, Ελύτης, γενιά του τριάντα.- όσα ευκαιριακά θυμάται η Άλκη δείχνουν μόνο λίγα από τα όσα απορροφούσε μια εφηβεία διψασμένη για γράμματα και τέχνες. Αυτά και η αγάπη για το θέατρο, η πρώτη παράσταση και η εκτυφλωτική Μελίνα που έμελλε να γίνει φίλη κι αυτή αγαπημένη της συγγραφέως.
Και βέβαια ο όμορφος θείος Πλάτων, που εκτός από αδελφός της μαμάς είναι και νονός της: ανάμεσα στα πολλά που του χρωστάει είναι και η συγγένειά της με τη Διδώ Σωτηρίου. Η Ζέη μας δίνει με αδρές γραμμές τη ζωντάνια και το δυναμισμό αυτής της θείας, που δεν ήταν όμορφη, ούτε κομψή, σαν την υπέροχη μαμά της, αλλά διέθετε τέτοια γοητεία που μάγεψε για πάντα τον θείο Πλάτωνα, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιδεολογική και πνευματική διαμόρφωση της μικρής Άλκης. Η θεία Διδώ επηρέασε την Άλκη όχι στον τρόπο γραφής αλλά σε κάτι βαθύτερο: στη δυνατότητα μιας γυναίκας να ανατρέπει τα κοινωνικά στερεότυπα του φύλου της.
Εκει στην πρώτη εφηβεία θα συνειδητοποιήσει και τις πρώτες χαρές της γραφής που δεν μένει στο συρτάρι αλλά τη μοιράζεται με τον άλλο, έστω και αυτός ο άλλος είναι μια αναλφάβητη οικιακή βοηθός: τα γράμματα που γράφει για χάρη της πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο, χαρισμένο από τον μυθικό πλέον θείο Πλάτωνα, είναι τα πρώτα κείμενα που της αποκαλύπτουν τις δυνατότητες της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Στη σχολή Αηδονοπούλου η Άλκη θα μπει τον όμιλο του κουκλοθέατρου της Ελένης Περράκη. Εκεί θα γράψει τα πρώτα της έργα «που τα έφαγαν τα ποντίκια», αλλά στάθηκαν τα προγυμνάσματα μιας γόνιμης δημιουργικής πορείας. Ήδη από τότε φάνηκε ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γραφή της: το χιούμορ, η πειρακτική απομυθοποιητική της ματιά. Οι «κλαψωδίες» που σκαρώνει δημιουργώντας έτσι τον Κλούβιο, -μια παρωδία ομηρικού ήρωα- άφησαν τα ίχνη τους στη μνήμη και στη γραφή της Άλκης. Η «κλαψωδία νούμερο 4» με τίτλο «Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ» δείχνει την επινοητικότητα και την τόλμη της: η Καλυψώ απαγγέλει στον Οδυσσέα στίχους της υπερρεααλίστριας ποιήτριας Μάτσης Χατζηλαζάρου και βέβαια εκείνος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όταν την εγκαταλείπει για να επιστρέψει την Πηνελόπη η Καλυψώ αυτοκτονεί πέφτοντας από έναν ψηλό ένα βράχο. Η τελευταία της φράση είναι η μόνη που έμεινε από τη συγγραφική παραγωγή αυτής της περιόδου: «Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι!».
Τη φράση αυτή διέσωσε ένας από τους θεατές, που δεν ήταν άλλος από τον Ανδρέα
Εμπειρίκο και ο οποίος τη θυμόταν το 1962, όταν είκοσι χρόνια μετά συνατήθηκαν στη Μόσχα, όπως μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας στα διακριτά ετεροχρονισμένα σχόλιά της. Γιατί αυτή την παράσταση δεν παρακολούθησαν μόνο τα παιδιά του σχολείου αλλά και μεγαλύτεροι: ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Εμπειρίκος με τον Ελύτη και τον Γκάτσο, αλλά και ο Πλωρίτης με το Γιώργο Σεβαστίκογλου. Από αυτή την -ιστορική για τη ζωή της συγγραφέως- παράσταση ξεκίνησαν και δυο μεγάλοι έρωτες για τις αδελφές Ζέη. Ο ένας με την ένταση, τη γοητεία αλλά και το πεπερασμένο χαρακτήρα της νιότης και ο άλλος με το βάθος, την ποιότητα και την εμπιστοσύνη μιας ζωής.
Η σχέση της Άλκης με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου θα συνδυαστεί με την ιδεολογική της αφύπνιση και την ένταξή της στο απελευθερωτικό κίνημα. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός της θα την οδηγήσει με την ίδια φυσικότητα στην οικογένειά του και στο υπόγειο του Κουν και θα της μάθει με τη στάση του την αφοσίωση στην τέχνη και στις ιδέες: «Ο Γιώργος, όπου κι αν βρέθηκε να κάνει θέατρο, το έκανε όπως έλεγε πως του έμαθε ο Κουν. Με την πίστη στη μεγάλη αποστολή του θεάτρου, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, τον αγώνα για ελεύθερη δημιουργία».
Σε όλη την περίοδο της Κατοχής, αλλά και στους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης η δημιουργικότητα και το κέφι για ζωή ξεχειλίζουν, όπως φαίνεται στις αυτοβιογραφικές σελίδες της Άλκης Ζέη όπου η ζωή της διασταυρώνεται με τόσους σημαντικούς ανθρώπους, ας προσθέσω στα ονόματα που ήδη ανέφερα και μερικά ακόμα: Νίκος Καρύδης, Μάνος Χατζιδάκης, Κώστας Αξελός, Μέλπω Αξιώτη, Μίμης Δεσποτίδης, Έλλη Λαμπέτη, Ασπασία Παπαθανασίου, Ντιριντάουα, Αλέκα Παΐζη, Μάνος Ζαχαρίας, Μέντης Μποσταντζόγλου, Ροζέ και Τατιάνα Μιλιέξ.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο τελικά. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο καταλάβαινα γιατί η Άλκη είναι σπουδαία συγγραφέας, αλλά και γιατί έχει αυτή την απαράμιλλη εσωτερική ηρεμία και δύναμη που την κρατάει πάντοτε σε μια ασφαλή απόσταση από τις άχρηστες κοινωνικότητες. Ναι, αυτό το κορίτσι, που γνώρισε και έζησε από κοντά τόσους σπουδαίους καλλιτέχνες και στοχαστές, που ήταν τόσο γενναίο και τόσο ταλαντούχο χωρίς καθόλου να αυτοπροβάλλεται, δεν θα μπορούσε παρά να κάνει αυτές ακριβώς τις επιλογές στη ζωή και στην τέχνη.
Στο έργο της Άλκης Ζέη το ύφος της γραφής ταιριάζει απόλυτα με το ήθος του προσώπου. Εξαιρετικά καλλιεργημένο γούστο που απεχθάνεται το στόμφο και την επιμελημένη πόζα. Εκφραστική λιτότητα και νοηματική διαύγεια που πηγάζει από μια καλά αφομοιωμένη γνώση.
Σωστή κρίση που πατάει πιο πολύ στη διαίσθηση και την παρατήρηση και λιγότερο στη λογική των αναλύσεων. Βίωμα της ιστορίας που βαθαίνει την προοπτική της. Απροσποίητη κουβέντα που μεταγγίζεται στη ζωντάνια των διαλόγων της. Χαρά της ζωής που συνδυάζεται με τη χαρά της γραφής και φτάνει αβίαστα στον αναγνώστη. Σπάνια αίσθηση του χιούμορ.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της, σκεφτόμουν με συγκίνηση ότι το «Κούλι» τα κατάφερε και με το παραπάνω. Γιατί τίποτε τελικά δεν χαρίζεται. Η συγγραφέας κινήθηκε με δικαιοσύνη και σεβασμό ανάμεσα στις σκοτεινές και τις φωτεινές περιοχές της μνήμης και μας έδωσε ένα συναρπαστικό βιβλίο. «Ετσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε», ήταν η αντίδραση της αδελφής της Λενούλας στην πρώτη ανάγνωση του βιβλίου:
«Τώρα, της λέω, που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο δρόμος που παίρνει ο καθένας μας δημιουργείται από ένα περίπλοκο συνδυασμό τυχαίων γεγονότων και κρίσιμων επιλογών. Με τις επιλογές της η Άλκη Ζέη κυριάρχησε στο τυχαίο και δημιούργησε την ξεχωριστή δική της ιστορία. Μια ιστορία συγκροτημένη από ένα πλέγμα μικρών και μεγάλων αφηγήσεων που συγκινούν, μορφώνουν και προσφέρουν αισθητική απόλαυση.
Leave a Reply