Στο τέταρτο κεφάλαιο συνεχίζουμε, αγαπητέ αναγνώστη με την παρουσίαση των μοναστηριών του αγαπημένου μας νησιού. Μετά τις μοναστικές τοποθεσίες κοντά στην Παροικιά, σειρά έχουν οι περιοχές της Νάουσας και των Λευκών. Και θα κλείσουμε στο επόμενο τεύχος με τις μονές στα Μάρμαρα και την Αγκαιριά. Υπενθυμίζουμε ότι το πρώτο κεφάλαιο αφορούσε τα σύμβολα και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας και το δεύτερο την παρουσίαση του μοναστικού βίου και τα υπόλοιπα τρία την παρουσίαση των μονών. Όμως και τα πέντε κεφάλαια αποτελούν μία αδιαίρετη ενότητα που είναι στην διάθεση σας ευθύς αμέσως μας το ζητήσετε.
Κείμενο: Ευάγγελος Βαλαντάσης
Σχέδια: Στέλιος Γκίκας
Στην περιοχή της Νάουσσας
Η μονή του Αγίου Γεωργίου στο Μεροβίγλι, στη Νάουσσα
Το μοναστήρι βρίσκεται ψηλά πάνω από την πόλη της Νάουσσας, σαν φυλάκιο, βλέποντας από τη μια πλευρά προς τη θάλασσα και από την άλλη προς τη Νάουσσα. Μεροβίγλι σημαίνει «σκοπιά», και ήταν μια πολύ βολική τοποθεσία απ’ όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να βλέπουν από μακριά τους εχθρούς και να ελέγχουν ποιος έρχεται και ποιος φεύγει από την περιοχή. Η θέση αυτή αποτελεί πρώτης τάξεως παρατηρητήριο.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον, ο τοπικός επίσκοπος (χορεπίσκοπος) της Νάουσσας αποφάσισε να χτίσει εκεί το μοναστήρι στις 18 Σεπτεμβρίου 1652, όπως γράφει η πινακίδα στην είσοδο της εκκλησίας. Εκεί, ο χειροτονημένος μοναχός Τιμόθεος Ακριβός έχτισε το μοναστικό του σπίτι για να επιβλέπει τη ζωή και το μόχθο του ποιμνίου του στη Νάουσσα. Ο όρος «επίσκοπος» σημαίνει, ακριβώς, αυτόν που «επιβλέπει» και κατευθύνει τις ζωές των άλλων. Ο τοπικός επίσκοπος επέβλεπε την κοινότητα, και επομένως έπρεπε να μένει σ’ ένα κατάλληλο μέρος απ’ όπου θα μπορούσε να εποπτεύει τα πάντα από το βολικό του παρατηρητήριο.
Γιατί, όμως, ένας επίσκοπος με τέτοια κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά καθήκοντα για μια κοινότητα να χτίσει ένα μοναστήρι; Στην ορθόδοξη παράδοση, ο επίσκοπος είναι άγαμος. Ένας νέος φοιτητής, λοιπόν, καλείται να αποφασίσει νωρίς αν θα παντρευτεί και θα γίνει διάκονος ή ιερέας ή αν θα μείνει άγαμος και, επομένως, κατάλληλος για την υψηλότερη θέση του επισκόπου. Οι άγαμοι κληρικοί ζουν σαν μοναχοί, και συνήθως ο επίσκοπος τους τοποθετεί σε κάποιο μοναστήρι όπου πρέπει να εκπαιδευτούν στα ασκητικά καθήκοντα. Οι επίσκοποι, λοιπόν, έχουν συνήθως σχέση με κάποιο μοναστήρι. Όταν όμως ο πατριάρχης τοποθετεί έναν επίσκοπο σε μια περιοχή όπως η Νάουσσα, ο επίσκοπος πρέπει να αφήσει το μοναστήρι του και να αναλάβει και θρησκευτικά και πολιτικά καθήκοντα. Ο επίσκοπος Τιμόθεος της Νάουσσας αποφάσισε να χτίσει ένα μικρό μοναστήρι όπου θα μπορεί να μένει ο ίδιος μαζί με τους διακόνους που τον βοηθούσαν, ώστε να μένει μακριά από τη πολύβουη ζωή της πόλης. Ένα μέρος προσευχής και γαλήνης, με μια θέα που του επέτρεπε να βλέπει τα πάντα από απόσταση χωρίς να εμπλέκεται. Αυτό αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο το 1699, οπότε έπαψε να είναι επίσκοπος της πόλης και έγινε ο πρώτος ηγούμενος αυτής της μικρής μονής.
Το παρεκκλήσι του 1652 θα πρέπει να ήταν ένα πολύ απλό και αδύναμο κτίσμα, καθώς χρειάστηκε να ανακαινιστεί το 1735 από τον τότε ηγούμενο Αγαπητό Μεταξά, ο οποίος έκανε πραγματικά εξαίσια δουλειά και έφτιαξε αυτό τον αριστουργηματικό ναό. Κάτω από την εικόνα του Χριστού υπάρχει η σκηνή του αμαρτήματος του Αδάμ και της Εύας, με τον διωγμό τους από τον Παράδεισο του Θεού – κάτι που σίγουρα δεν απεικονίζει τους μοναχούς που έζησαν σ’ αυτόν εδώ το μικρό παράδεισο.
Η αγιογράφηση της εκκλησίας έγινε κυρίως τον δέκατο έβδομο αιώνα. Οι εικόνες ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, όχι μόνο γιατί είναι όμορφα φιλοτεχνημένες, αλλά και γιατί η οικογένεια εδώ και πολλές γενιές διατηρεί το παρεκκλήσι έχει συντηρήσει, φροντίσει και αγαπήσει την εκκλησία. Οι εικόνες του Αγίου Γεωργίου του Θαυματουργού και του Αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας (στα δεξιά, πάνω σε μια ψηλή πόρτα) είναι ιδιαίτερα όμορφες.
Κοιτάζοντας προς τα πάνω, στα τελειώματα των τοίχων του παρεκκλησιού θα δεις μικρές τρύπες στις αψίδες. Αυτές έπαιζαν το ρόλο ηχητικής εγκατάστασης. Μοιάζουν με τρύπες, αλλά στην πραγματικότητα είναι τα ανοίγματα κεραμικών δοχείων που έχουν εντοιχιστεί έτσι ώστε να ενισχύουν τον ήχο. Τοποθετημένες παντού μέσα στο ναό, αυτές οι ακουστικές στάμνες έδιναν στους ψάλτες τη δυνατότητα να ρυθμίζουν και να χειρίζονται το σύστημα ήχου σαν τα ποτενσιόμετρα ενός ηχητικού συστήματος.
Κι αυτό μας οδηγεί στο σημείο που καλούμαστε να αναλογιστούμε. Οι μοναχοί κοίταζαν τον κόσμο από ψηλά, αλλά στην καρδιά τους, στο επίκεντρο της ζωής τους, συντονίζονταν με τους θείους ήχους που τους δονούσαν. Τα αυτιά τους, σαν τις στάμνες, εναρμονίζονταν στους ήχους της παρουσίας του Θεού, στον ανεπαίσθητο ήχο του καλέσματος του Θεού, στην ψιθυριστή μελωδία του τραγουδιού του Θεού. Μπορεί τα μάτια τους να επόπτευαν την γύρω περιοχή, αλλά τα αυτιά τους ήταν προσηλωμένα σταθερά στο Θεό.
Στην περιοχή των Λευκών
Το Βυζαντινό Μονοπάτι από τις Λεύκες στον Πρόδρομο
Το πιο καλά διατηρημένο κομμάτι του βυζαντινού μονοπατιού του νησιού είναι αυτό που ξεκινά από τις Λεύκες, διασχίζει την κοιλάδα, ανεβαίνει στο βουνό και κατεβαίνει ξανά ως τον Πρόδρομο. Αν πας στη μικρή πλατεία στο κέντρο του χωριού Λεύκες, κοντά στο καφενείο, εκεί που έχει τραπέζια και οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν, δεξιά από το καφενείο υπάρχει ένα δρομάκι που σε βγάζει στο βυζαντινό μονοπάτι. Αυτό τον περίπατο αξίζει να τον κάνεις και στις δυο κατευθύνσεις: να κατέβεις ως τον Πρόδρομο (περίπου μια ώρα) και να επιστρέψεις στις Λεύκες (περίπου μιάμιση ώρα, λόγω της ανηφόρας). Είναι ένας ήρεμος περίπατος προς το πιο όμορφο από τα παραδοσιακά χωριά του νησιού, τον Πρόδρομο.
Αυτό το τμήμα του βυζαντινού μονοπατιού μάλλον χρησίμευε στην αρχαιότητα για να πηγαίνουν τα πρόβατα και τα κατσίκια να βοσκήσουν, για να καλλιεργούν την κοιλάδα με τα όμορφα πεζούλια, για να μαζεύουν τις ελιές, τα σταφύλια και τα σύκα που τώρα τα βρίσκεις μόνο σποραδικά κατά μήκος της διαδρομής, σε δενδρόκηπους και σε απομονωμένα μέρη. Την αρχαία εποχή θα πρέπει να ήταν ο μοναδικός τρόπος να πας στα δυο χωριά, είτε πεζός είτε με γαϊδούρι. Αλλά τον δέκατο έβδομο αιώνα οι κάτοικοι του νησιού έστρωσαν το δρόμο με πλάκες και έφτιαξαν μια επίπεδη επιφάνεια όπου μπορούσαν να περάσουν κάρα. Το εμπόριο άνθισε εκείνη την εποχή, και η πολύτιμες αγροκαλλιέργειες στα δυο άκρα της κοιλάδας έδιναν πλούσιες σοδειές.
Καθώς αρχίζεις να βαδίζεις στο μονοπάτι, θα προσέξεις μια σειρά ανεμόμυλους στην κορφή του βουνού πάνω από τις Λεύκες που απλώνεται κατά μήκος του ορίζοντα. Αυτοί έδιναν στους εργάτες της γης που καλλιεργούσαν την περιοχή την απαραίτητη ενέργεια από τους ανέμους που φυσούσαν στις βουνοκορφές. Φαντάσου την εκπληκτική ομορφιά τους – το λευκό με φόντο τον βαθυγάλαζο ουρανό, να περιστρέφεται με χάρη μέσα στον άνεμο. Και τους αγρότες από κάτω να περπατούν δίπλα στα γαϊδουράκια τους και στα κάρα τους. Αν έχεις προσέξει ποτέ τους πίνακες που δείχνουν εκείνους τους παλιούς αγρότες στα βιβλία ή στους τοίχους των καφενείων, η σκηνή αυτή θα ζωντανέψει ακόμη περισσότερο και θα σε συναρπάσει.
Καθώς περιπλανιέσαι ανεβοκατεβαίνοντας προς το μικρό χωριό λίγο πιο κάτω, γίνεσαι ένα με όλους εκείνους που στο παρελθόν βάδισαν σ’ αυτό το μονοπάτι. Στο κάτω μέρος της κοιλάδας, εκεί που η χειμωνιάτικη βροχή έχει σχηματίσει μικρά ποτάμια και ρεματιές, έχουν χτίσει ένα γεφύρι. Με όμορφες αναλογίες και δυο τόξα, το γεφύρι επιτρέπει στους ανθρώπους να περάσουν πάνω από το ευλογημένο νερό, το τόσο αναγκαίο για τη ζωή στο νησί. Οι πέτρες του δρόμου, σε πολλές αποχρώσεις του καφέ και του μπεζ και του λευκού, έχουν τοποθετηθεί σε τέλειες διατάξεις που γοητεύουν το μάτι. Από μακριά, το γεφύρι φαντάζει επιβλητικό και στιβαρό, αλλά από κοντά σε θαμπώνει σαν βυζαντινό μωσαϊκό, με τις μεγάλες και μικρές πέτρες του προσεκτικά βαλμένες πλάι-πλάι για να σχηματίσουν αυτό το υπέροχο έργο τέχνης.
Σε κάθε κομμάτι του περιπάτου σου, η θέα σε θαμπώνει – κοιλάδες με πεζούλια, συστάδες από βαθυπράσινα λιόδεντρα, ανθισμένα κίτρινα αμμόχορτα που φυτρώνουν κατά μήκος του δρόμου σαν βελούδινο παραπέτασμα που σε καλεί να το διασχίσεις, ο ουρανός που απλώνεται προς τη Νάξο, το κατάλευκο αστραφτερό χωριό στο τέρμα, τα πρόβατα με τις κουδούνες κρεμασμένες στο λαιμό που σκαρφαλώνουν στον πέτρινο τοίχο για να σε κοιτάξουν να διαβαίνεις. Ο δρόμος σε περνά από όλων των ειδών τα εδάφη του νησιού: βουνά, κοιλάδες, πεζούλια, ρέματα, χαράδρες, χωράφια, και δυο από τα ομορφότερα χωριά του νησιού.
Η Αγία Κυριακή στα Λινούδια
Αφήνοντας το δρόμο πάνω από τις Λεύκες, και περπατώντας κατά μήκος του χωματόδρομου προς το θαυμάσιο μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στην Αγία Κυριακή, μια από τις πρώτες μάρτυρες της εκκλησίας, βλέπεις την όμορφη κοιλάδα που εκτείνεται κάτω από το χωριό, και το ίδιο το χωριό. Τρεις μεγαλόπρεποι, αλλά τώρα πια κάπως ερειπωμένοι, ανεμόμυλοι μοιάζουν να ανατέλλουν τη στιγμή που στρίβεις δεξιά για να ακολουθήσεις το δρόμο, και μόλις στρίψεις, το όμορφο μικρό μοναστήρι εμφανίζεται μακριά μπροστά σου, στους πρόποδες ενός βουνού που μοιάζει να αιωρείται με φόντο το γαλάζιο ουρανό. Κατεβαίνεις λίγο, και λίγο πριν στρίψεις αριστερά για την τελική άνοδο προς το μοναστήρι, αν κοιτάξεις προσεκτικά στα αριστερά σου, θα δεις τα υπολείμματα του βυζαντινού δρόμου. Αυτός ο αρχαίος δρόμος, που επιζεί ακόμη μέσα στα σύγχρονα χωράφια, έχει μεγάλες, προσεκτικά τοποθετημένες, πλάκες που έχουν διατηρηθεί στο πέρασμα των αιώνων. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής περπατούσαν σ’ αυτόν το δρόμο, έβλεπαν το μοναστήρι, και σταματούσαν για να προσευχηθούν. Δεν είσαι μόνος σ’ αυτό το μονοπάτι – είναι μαζί σου πολλές γενιές προσκυνητών.
Καθώς πλησιάζει το μοναστήρι, θα δεις τα εξωτερικά κτίρια για τα πρόβατα και τα άλλα ζώα. Οι λευκοί τοίχοι του μοναστηριού λάμπουν με φόντο το πράσινο βουνό. Υπάρχει άφθονο νερό εδώ, και για το σώμα και για την ψυχή. Είναι γεμάτο με τη θεία δροσιά που χαρίζει τη ζωή. Είναι ένα υπέροχο μέρος να προσευχηθείς, ή για να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στην προσευχή.
Χτισμένο το 1665 από τον Ματθαίο Ραγκούση, το μοναστήρι είναι οικογενειακό κληροδότημα του Γεωργίου Μπιτσαρά, ο οποίος έγραψε στη διαθήκη του ότι το μοναστήρι θα περάσει ως την αιωνιότητα στα χέρια των ανεψιών του, οι οποίοι αναλαμβάνουν ενώπιον του Θεού την ευθύνη να μην το αφήσουν να ερειπωθεί ως τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτό ακριβώς γράφει η διαθήκη του, που έγινε το δέκατο όγδοο αιώνα. Ακόμη, όριζε ότι η οικογένεια θα έπρεπε να διορίσει έναν ηγούμενο για να επιβλέπει τη ζωή εκεί και ότι, αν δεν υπάρχουν μέλη της οικογένειας που να θέλουν να ζήσουν μια ασκητική ζωή, θα συνδεόταν με το γειτονικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Λαγκαδά.
Το παρεκκλήσι έχει πολύ αρμονικές αναλογίες, με τη μοναστική τραπεζαρία να συνδέεται με το παρεκκλήσι έτσι που ο μάγειρας και οι μοναχοί που εργάζονταν στην κουζίνα να μπορούν να συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία, και στα δεξιά υπάρχει ένα μικρό παράθυρο που μάλλον οδηγούσε στο θησαυροφυλάκιο, το δωμάτιο όπου αποθηκεύονταν τα άμφια και τα ιερά σκεύη για τη λειτουργία. Ο άμβωνας είναι μια λεπτεπίλεπτη κατασκευή – όποιος ανέβαινε εκεί για να διαβάσει το ευαγγέλιο της ημέρας πραγματικά διακύβευε τη ζωή του για χάρη του ευαγγελίου. Πάνω του είναι χαραγμένη η χρονολογία 1767 και το όνομα Κωνσταντίνος Βάος, που σημαίνει πως ήταν δωρεά ενός πλούσιου πάτρωνα της μονής.
Έξω από το παρεκκλήσι, ο περίβολος είναι μικρός. Ανέβα το σκαλί από την όμορφη τραπεζαρία, πέρασε από τις αποθήκες, μπες στην κουζίνα, κι από κει στο κελί του μοναχού που είναι υπεύθυνος για τα γεύματα. Αυτό το τμήμα είναι απομονωμένο. Τα υπόλοιπα κελιά στον επάνω όροφο μπορούν να φιλοξενήσουν έξι ή επτά μοναχούς σε άνετα δωμάτια με παράθυρα που βλέπουν στο πλούσιο πράσινο περιβάλλον.
Άγιος Μηνάς (κοντά στο αρχαίο λατομείο)
Στους λόφους πάνω από το αρχαίο λατομείο στο Μαράθι βρίσκεται το επιβλητικό μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Παρόλο που τώρα είναι εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο, ο Άγιος Μηνάς αστράφτει από μακριά, σαν φρούριο που προβάλλει μέσα από το διάφανο λευκό μάρμαρο του λατομείου. Περπατώντας από το αρχαίο λατομείο διασχίζεις όχι μόνο το χώρο αλλά και το χρόνο – από την εποχή των αρχαίων εργατών, που το αποτέλεσμα του μόχθου τους μεταφέρονταν από το νησί για να χτιστούν, μεταξύ άλλων, η Ακρόπολη, ο τάφος του Ναπολέοντα και η Αφροδίτη της Μήλου.
Ο Άγιος Μηνάς είναι ένα οικογενειακό μοναστήρι, δηλαδή χτίστηκε το 1636 από τον ευλαβή Ησαΐα Δάμια για να εξυπηρετήσει τις πνευματικές αναζητήσεις των συγγενών του που ήθελαν να σμιλέψουν τις ψυχές τους. Πολλές γενεές της οικογένειας μπήκαν στο μοναστήρι για να προσευχηθούν και να διαπεράσουν τα επιφανειακά στρώματα της αμαρτίας τους μέχρι να βρουν την εσώτερη λευκή αγνότητα που ήταν διάφανη στα μάτια του Θεού. Ο τελευταίος απόγονος της οικογένειας, αν και δεν είναι μοναχός, φροντίζει σήμερα το κτήμα για να τιμήσει το όραμα του Θεού, την ομορφιά του τόπου και την παράδοση των προγόνων του. Η αφοσίωσή του στο μοναστήρι είναι φανερή στο παρεκκλήσι, όπου έχει συντηρήσει προσεκτικά κάποιες από τις εικόνες και έχει βάψει τους πρόσφατα επισκευασμένους τοίχους.
Ως οικογενειακό μοναστήρι, ο Άγιος Μηνάς είναι μικρός. Τα μοναστικά κελιά, χτισμένα μέσα στον εξωτερικό τοίχο του φρουρίου, μπορούσαν να φιλοξενήσουν τέσσερις, ίσως πέντε μοναχούς, μαζί με τους απαραίτητους χώρους για να αποθηκεύουν, να μαγειρεύουν, να φτιάχνουν τυρί και κρασί, να υποδέχονται επισκέπτες και, σύμφωνα με μια από τις αφηγήσεις του σημερινού φροντιστή, να ξελογιάζονται από την ομορφιά του τοπίου όπως φαίνεται από τα παράθυρα και, ίσως, των γυναικών που εργάζονταν στα χωράφια.
Ο Άγιος Μηνάς, στον οποίο είναι αφιερωμένο το μοναστήρι, είναι ένας πολεμιστής άγιος. Μαζί με τον Άγιο Βίκτωρα και τον Άγιο Βικέντιο έδωσε την ευγενή μάχη σαν αριστοκράτης στρατιώτης για το Θεό. Η εικόνα του, που μπορείς να δεις στο εικονοστάσι δεξιά από την εικόνα του Χριστού, δείχνει την αποφασιστικότητά του και το έντονα μαχητικό του πνεύμα. Μάλιστα, όλες οι εικόνες είναι στο ίδιο πνεύμα, ακόμη και ο καημένος ο Αδάμ και η Εύα που εκδιώχνονται από τον Κήπο της Εδέμ, οι οποίοι απεικονίζονται στο κάτω μέρος του εικονοστασίου, κάτω από τον πολεμιστή άγιο. Οι έντονες μάχες στις πνευματικές επάλξεις και οι συνεχείς πειρασμοί από τη γοητεία του περιβάλλοντος και των ανθρώπων κάνουν το μοναστήρι του Αγίου Μηνά ένα από τα πλέον όμορφα. Αλλά μόλις μπαίνεις στην αυλή και βρίσκεσαι στη δροσιά, μακριά από τον καυτό ήλιο, και κάθεσαι και κοιτάς την όμορφη σκάλα που οδηγεί στους κοινόχρηστους χώρους στον επάνω όροφο, αναγνωρίζεις αμέσως τη γαλήνη και την ειρήνη μέσα σου.
Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Λεύκες
Στα αριστερά του σύγχρονου δρόμου ανάμεσα στον Κώστο και τις Λεύκες, μόλις πιο πέρα από τον αρχαίο ελαιώνα, που ανυψώνεται καθώς πηγαίνεις προς τις Λεύκες, θα δεις τα ερείπια ενός υπέροχου μοναστηριού αφιερωμένου στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον Γυαλιστή. Η πρόσβαση στο μοναστήρι ξεκινά από τη φουρκέτα του δρόμου, απ’ όπου θα χρειαστεί να περπατήσεις. Δυο αδέλφια, απόγονοι των ανθρώπων που το έχτισαν, εκτρέφουν τα ζώα τους εκεί για να τα πουλήσουν στα χασάπικα, κι έτσι το μονοπάτι περνά πρώτα από ένα δρόμο, μετά από ένα μικρό ανάχωμα, μετά πάνω από κάτι βράχια, και μετά παίρνει την τελική κατηφόρα προς το μοναστήρι. Στη διαδρομή, σταμάτα για να μαζέψεις άγριο φασκόμηλο, που χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα, και να μυρίσεις τα πάμπολλα βότανα. Είναι περίπου μισή ώρα περπάτημα από τις Λεύκες ως το μοναστήρι, και αξίζει να κάνεις αυτή τη βόλτα κατά μήκος του κυρίως δρόμου. Στη φουρκέτα, συνέχισε ευθεία, σταματώντας μόνο για να θαυμάσεις το μικρό ελαιώνα στα αριστερά του χωματόδρομου, και στρέψε το βλέμμα σου προς τα πίσω για να ατενίσεις τη χαριτωμένη κοιλάδα από κάτω σου που εκτείνεται από τις Λεύκες ως τη θάλασσα. Η περιοχή γύρω από το μοναστήρι λεγόταν Βίγλα, γιατί αυτή η θέση ήταν ιδανική για παρατηρητήριο, απ’ όπου μέρα και νύχτα μπορούσε ο σκοπός να δει ανατολικά τη θάλασσα μέχρι τη Νάξο και νότια μέχρι τον Κώστο. Καθώς πλησιάζεις στο μοναστήρι, γίνεται ολοένα και πιο φανερή η χρησιμότητά του σαν φυλάκιο. Η θέα εκτείνεται πολύ μακριά και στις δυο κατευθύνσεις, και περιλαμβάνει θάλασσα, κοιλάδα και βουνά.
Το μοναστήρι χτίστηκε το 1656 από τον μοναχό Μιχαήλ Γαβαλά Καλόπλαστο. Εκείνος έχτισε και την εκκλησία (το καθολικό), και το αφιέρωσε στις 31 Μαρτίου 1659. Ένας άλλος μοναχός, ο Γαβριήλ Καλόπλαστος, αφιέρωσε το καμπαναριό στις 16 Απριλίου 1774. Δυστυχώς, ο τελευταίος μοναχός, ο Γαβριήλ Καλόπλαστος, που υπηρετούσε ως επίσκοπος στις Λεύκες, αποφάσισε, με την άδεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, να πάει στη Μολδαβία το 1788. Εγκατέλειψε το μοναστήρι του στις Λεύκες και μετακόμισε στην Ανατολική Ευρώπη για να συντροφέψει τον Νικόλαο Μαυρογένη στον αγώνα για τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Τον δέκατο όγδοο αιώνα, το μοναστήρι παραδόθηκε από την οικογένεια Καλόπλαστου στην οικογένεια του Πέτρου Γεμελιάρη από τις Λεύκες, στην οποία ανήκει από τότε.
Ο εξωτερικός τοίχος της μονής ορθώνεται σαν απόρθητος προμαχώνας εναντίον κάθε φυσικής και πνευματικής επίθεσης. Το εσωτερικό, όμως, προδίδει μακροχρόνια εγκατάλειψη. Όταν χτίστηκε, το μοναστήρι είχε κελιά για δέκα περίπου μοναχούς, μια μεγάλη τραπεζαρία με πανέμορφες αψίδες, και μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους για φαγητό και κρασί. Μόνο τα τμήματα με θολωτή σκεπή, όπως η εκκλησία, μένουν ανέπαφα. Τα υπόλοιπα καταρρέουν σιγά-σιγά.
Η διακόσμηση του εικονοστασίου της εκκλησίας περιλαμβάνει αμπέλια και λουλούδια σε όμορφο πράσινο και γαλάζιο χρώμα. Πάνω από την ωραία πύλη, ο καλλιτέχνης σκάλισε και χρωμάτισε την επιγραφή «Ο Ων». Οι ορθόδοξοι εικονογράφοι υιοθέτησαν αυτή τη φράση, που στην αρχαία φιλοσοφία σήμαινε «πραγματικότητα», ή «αυτός που πραγματικά υπάρχει», ως αναφορά στη φύση του
Θεού. Συνήθως απαντά στο φωτοστέφανο που περιβάλλει το κεφάλι του Ιησού στις εικόνες. Εδώ, ο εικονογράφος έχει μεταφέρει αυτή την ένδειξη της θεότητας στο ίδιο το ιερό. Ο εικονογράφος εννοεί ότι οι πύλες του ιερού είναι οι πύλες που οδηγούν στην ίδια την πραγματικότητα.
Φαντάσου, καθώς παίρνεις το δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας αριστερά προς τη θάλασσα και ψηλά προς τα βουνά που περιβάλλουν τις Λεύκες, ότι έχεις μόλις έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα, την αληθινή πραγματικότητα, και ότι όλα όσα βλέπεις και αισθάνεσαι έξω από αυτό το μοναστήρι είναι εφήμερα και δευτερεύοντα. Οι μυρωδιές από τα λουλούδια και τα βότανα, η ομορφιά της θάλασσας και της κοιλάδας (όπως φαίνονται) είναι πραγματικά μόνο και μόνο γιατί δείχνουν προς το αληθινά πραγματικό, προς «αυτόν που πραγματικά υπάρχει». Αυτή είναι η εμπειρία του Μιχαήλ, του Γαβριήλ, και όλων των μοναχών που έζησαν σ’ αυτό το ιερό μέρος.
Leave a Reply