Ένας αρχιτέκτονας εναρμονισμένος με τη φύση
Αν παραγγείλεις να σου χτίσει το σπίτι ο Κώστας Γουζέλης είναι σαν να συνάπτεις συμβόλαιο με τη φύση. Γιατί ο Γουζέλης είναι ο ίδιος ένα συνειδητοποιημένο κομμάτι της φύσης, ένας ομηρικός πολυτεχνίτης έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιήσει τις πολλαπλές του ιδιότητες στην υπηρεσία του κτιρίου που έχει σχεδιάσει και επιβλέπει. Χτίζει το κτίριο καθοδηγούμενος από το ποιητικό του όραμα και τη γλυπτική του αντίληψη.
Τα κτίριά του πατάνε γερά, φυτρώνουν σαν φυτά μεστέρεους όγκους ριζωμένους στη γη. Στιβαρά και συγχρόνως αεροβάμονα. Λιτά και παιγνιδιάρικα, στέρεα και ανάλαφρα. Τα ακούς σαν μουσική. Η αρχιτεκτονική του είναι ένα θαυμαστό όχημα ζωής και ποικίλων τεχνών.
Παρακολουθώντας τον να χτίζει ένα κτίριο τον βλέπεις να επιστρατεύει αρχαίες τέχνες και να κατεβάζει τον ουρανό με τ’ άστρα για να κοσμήσει τους χώρους που θα αγκαλιάσουνε τη ζωή μέσα τους. Φτιάχνει μόνος του έργα ψηφιδωτά στα δάπεδα στρώνοντας τα χρωματιστά γυαλιά σαν μάγος πυροτεχνουργός, χορεύοντας πάνω από το πάτωμα έναν αρχετυπικό χορό δημιουργίας, σπέρνοντας τα πετραδάκια με το δεξί του χέρι, αφήνοντάς τα να πέφτουνε σαν μικροί πολύτιμοι σπόροι από τα δάχτυλά του.
Μια τελετουργία σε ρελαντί. Φυτεύει έντεχνα τις μικροσκοπικές χρωματιστές πέτρες δημιουργώντας μωσαϊκές συναισθηματικές συγχορδίες για να τις πατούν οι σημερινοί και οι μελλοντικοί κάτοικοι του σπιτιού. Φορώντας την άσπρη μπαντάνα στο κεφάλι του μοιάζει με ψηλοκρεμαστό στοιχειό του ελαιώνα που ξεγλίστρησε από τις ασημένιες φυλλωσιές και μπήκε στο σπίτι να παίξει με τις ψηφίδες και τα υλικά. Με μια κίνηση είναι σαν να δίνει «το ελεύθερο» σε όλα τα στοιχεία της φύσης αλλά και σε όλες τις τεχνικές να έρθουνε να συνδράμουν για να γίνει ένας χώρος ποιητικός, χώρος ηρεμίας, που ξεκουράζει το μάτι και την ψυχή.
Ενορχηστρώνει έναν αόρατο θίασο από μαστόρους και καλλιτέχνες που συμπράττουν για να γίνει το ωραιότερο κέλυφος που θα στεγάσει μια ανθρώπινη ζωή.
Μέσα από την αρχιτεκτονική του Κώστα Γουζέλη καταλαβαίνεις τη σχέση του με τη γλυπτική. Μνήμες από την αρχιτεκτονική του αγαπημένου του Hassan Fathy, του σοφού Αιγύπτιου αρχιτέκτονα που είχε ζήσει στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60 και είχε χτίσει το δικό του σπίτι στην έρημο με φόντο τη θάλασσα, στη Marina el Alamein.
Θολωτές οροφές, κομμάτια ουρανού, ενσωματωμένα τούβλα από γυαλιά ποικιλόχρωμα αφήνουν να εισχωρήσει στον εσωτερικό χώρο σπάνιας ομορφιάς χρωματιστό φως. Η γλυπτική του αντίληψη εμπλουτίζει και συμπληρώνει τα κτίριά του. Είναι η σχέση του με τα πράγματα.
Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον Τσαρούχη που έλεγε ότι ο ζωγράφος ζωγραφίζει τη σχέση του με τα πράγματα. Η σχέση του Γουζέλη με τα πράγματα είναι ερωτική. Η σχέση του με τη θάλασσα, με τους ανέμους, τα δέντρα, τα αμπέλια: ο φίλος του Γιώργος Ζήκας έγραψε ένα τραγούδι που το τραγουδάει την ημέρα του τρύγου και λέγεται Το αμπέλι του Γουζέλη. Στα σπίτια που χτίζει ο Γουζέλης νιώθεις βασιλιάς -«πασάς στα Γιάννενα» που θα έλεγε ο ίδιος- γιατί είναι απλόχωρα, γενναιόδωρα, με πεζούλια και χτιστούς πάγκους στους υπαίθριους χώρους σχεδιασμένους ώστε να μπορείς να ξαπλώσεις και να απολαύσεις το νέκταρ από τα σταφύλια του διπλανού σου αμπελιού στα Πρωτόρια. Η αιωνόβια ελιά βρίσκεται δίπλα και μπροστά στο σπίτι με φόντο ουρανό και πέλαγο.
(..) Θυμάμαι ότι ήτανε το όνειρο του πατέρα μου να χτίσει ένα σπίτι όπου τα ταβάνια θα ήτανε ο ουρανός με τ’ άστρα, οι τοίχοι του η γη με τα λουλούδια της και τα πατώματά του η θάλασσα με τα ψάρια της. Τα σπίτια του Γουζέλη έχουνε αυτή την πρωτόγνωρη αίσθηση. Σαν τις ελληνιστικές επαύλεις του Mare Nostrum. Αρχιτέκτονας, καπετάνιος, ψαράς, ποιητής, στοχαστής, ζωγράφος, γλύπτης, σιδεράς, μάστορας, ψηφιδοθέτης, εκδότης, φωτογράφος. Να είσαι δημιουργικός είναι ένας τρόπος να παραμένεις αθώος.
Ένα γλυπτό του είναι Οι δυο ψαράδες. Η αποθέωση της λυρικής δημιουργίας. Σίδερα κομμένα με το ψαλίδι. Με τις φωτιές του Ηφαίστου να ζωντανεύουνε τα χέρια του καθοδηγεί τα σίδερα να χορέψουνε ένα χορό της θάλασσας, ένα χορό που μόνο ένας θαλασσινός γνωρίζει. Αναρίθμητα ψάρια ανεβάζουνε τους δυο ψαράδες και τη βάρκα τους στα ύψη της αιωνιότητας.
Το κείμενο είχε δημοσιευθεί πρώτη φορά στις 17 Νοεμβρίου του 2015 με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης «Φωτογραφικές σημειώσεις για την Αχμάτοβα / Αρχιτεκτονικές ζωγραφικές σημειώσεις / Σιδερένιοι άνθρωποι» που έγινε στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός.
Leave a Reply