Τόνια Παντελαίου, Νοέμβρης 2024
- Το πρόσφατο παρελθόν: Τουρισμός στις Κυκλάδες
Οι Κυκλάδες, ως μια επαρχία της πάντα υδροκέφαλης χώρας μας, μέχρι και τη δεκαετία του 1970 παρέμενε ξεχασμένη από το κεντρικό κράτος. Αυτό, παρόλο που επέφερε αρκετά δυσάρεστα αποτελέσματα στους κατοίκους των νησιών που αισθάνονταν έντονα την αδιαφορία για την κάλυψη σημαντικών αναγκών, είχε ωστόσο και ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα: Τις εποχές που μεγάλα τμήματα της χώρας αστικοποιούνταν μαζικά και βάναυσα, ενώσω η χώρα προχωρούσε με ανώμαλα και βιαστικά βήματα σ΄ αυτό το ιδιόμορφο μοντέλο ασχεδίαστης και ευκαιριακής «ανάπτυξης» που υπαγόρευαν οι όποιες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, οι Κυκλάδες (όπως και πολλές άλλες ελληνικές επαρχίες), είχαν το πλεονέκτημα να παραμείνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό έξω από αυτό, διατηρώντας έτσι ζωντανά και αμετάβλητα πλείστα από τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά τους, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολιτισμικά και αλώβητο το εκπληκτικό τοπίο τους – που είναι πάντα το επίπεδο στο οποίο εγγράφεται με τρόπο ανάγλυφο η σύνθεση των φυσικών γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών με την ανθρώπινη ιστορία.
Από τη δεκαετία του 70 και μετά, εμφανίστηκε στα νησιά ο τουρισμός. Κυρίως και αρχικά από ευρωπαίους, σε μεγάλο ποσοστό Γάλλους και Γερμανούς, που ανακάλυπταν την μαγευτική και απελευθερωτική απλότητα και ζωντάνια ενός τόπου κατάφωτου, διάφανου, που άπλωνε τις λιτές γραμμές του ανάμεσα στο βαθύ μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο ενός μόνιμα καθαρού ουρανού και χάριζε απλόχερα μοναδικές εμπειρίες γεύσης, αρωμάτων, χρωμάτων και ήχων. Οι πρώτοι αυτοί επισκέπτες, ήρθαν μόνοι τους. Καθοδηγημένοι από κάποιες πρώιμες αναφορές στις Κυκλάδες από καλλιτέχνες και διανοούμενους που ήδη είχαν γνωρίσει και λατρέψει τον τόπο, αλλά και από εκείνη την ανάγκη για διαφυγή σε τόπους εξωτικούς που ήδη αναπτυσσόταν στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α από τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Και πάντως, χωρίς να μεσολαβήσει, καμμιά ενσυνείδητη κρατική πολιτική. Οι τουρίστες τότε, ταξίδευαν με τα μικρά, φτωχικά πλοία της γραμμής, κοιμόντουσαν κάτω από τα αστέρια, ή σε όποια δωμάτια μπορούσαν να διαθέσουν οι ντόπιοι, έτρωγαν ότι παρήγαγαν τα μποστάνια και απολάμβαναν τις θάλασσες, τον ήλιο αλλά και τα ατελείωτα μικρά μυστικά της κυκλαδίτικης περιπλάνησης ανάμεσα στα ξεροχώραφα, τις ξερολιθιές και τους γραφικούς οικισμούς, τους τόσο δεκτικούς στην ανθρώπινη παρουσία και την κοινή ζωή.
Σύντομα σχετικά, ακολούθησαν τους ξένους τουρίστες και Έλληνες, από όλα τα σημεία της χώρας, αλλά κυρίως από την Αθήνα που ήδη αποκτούσε έντονα τα χαρακτηριστικά μιας ασφυκτικής μεγαλούπολης και από την οποία η πρόσβαση στις Κυκλάδες ήταν πάντα εύκολη. Οι Κυκλάδες καθιερώθηκαν ως ξεχωριστός τουριστικός προορισμός. Η πάλαι ποτέ ξεχασμένη επαρχία, ενδύθηκε το χρώμα του ονείρου και αυτό, από ένα σημείο και μετά άρχισε να έχει οικονομικά αποτελέσματα που βέβαια δεν θα περνούσαν απαρατήρητα. ΟΙ Κυκλάδες που πάντα ήταν χρυσοφόρες εξαιτίας του ήλιου τους, τώρα έγιναν χρυσοφόρες και με άλλους τρόπους. Βεβαίως αυτό, αρχικά τουλάχιστον, ήταν μια απολύτως καλοδεχούμενη εξέλιξη για τους κατοίκους των νησιών, που είδαν τα παλιά τους δωμάτια να μεταβάλλονται σε μια σημαντική πηγή εσόδων, τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να γίνονται περιζήτητα, τα παιδιά τους να μη ξενιτεύονται πια για τον επιούσιο, αλλά να βιοπορίζονται από ποικίλες δραστηριότητες σχετικές με τον τουρισμό – πρακτορεία, εστιατόρια, μαγαζάκια, μικρά ξενοδοχεία.
Την δεκαετία του ’90 η διαφορά στο επίπεδο ζωής των κατοίκων, αλλά και στο τοπίο, ήταν αισθητή. Ήδη το κέντρο βέρους της οικονομικής ζωής είχε μετατοπιστεί από την αγροτική ζωή στον τουρισμό. Ο πληθυσμός των νησιών είχε σαφείς αυξητικές τάσεις. Τα νησιά είχαν απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τις παλαιότερες συνθήκες απομόνωσης και οι ακτοπλοϊκή σύνδεση είχε γίνει πολύ συχνότερη και ευκολότερη, ενώ επίσης σε μερικά από αυτά φτιάχνονταν και αεροδρόμια. Και βέβαια, υπήρχε σημαντική αύξηση της δόμησης. Οι κάτοικοι έχτιζαν μεγαλύτερα και περισσότερα σπίτια, αλλά και αρκετοί ξένοι αποφάσιζαν να σταθεροποιήσουν τη σχέση τους με τον κυκλαδίτικο χώρο, είτε χτίζοντας εξοχικά, είτε αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα. Η συνολική επαύξηση ευκαιριών, τόσο στον τουρισμό όσο και στον κατασκευαστικό κλάδο, έφερε δύο ακόμα πληθυσμιακές ομάδες στα νησιά: Έλληνες από άλλες περιοχές της χώρας που εγκαταστάθηκαν στα νησιά (και κυρίως στα πιο «τουριστικά» από αυτά) μόνιμα ή ημιμόνιμα, ή επένδυσαν σε αυτά, αφού τα νησιά πράγματι πρόσφεραν μια συνεχώς διευρυνόμενη αγορά, ταυτόχρονα με συνθήκες καθημερινότητας που από πολλές πλευρές ήταν ποιοτικότερη από εκείνη των ελληνικών μεγαλουπόλεων ή άλλων φτωχότερων επαρχιών, αλλά και ευρωπαίους που αγόρασαν ακίνητα και απέκτησαν μονιμότερη σχέση με τα νησιά.
Έτσι, η δόμηση στα νησιά αυξήθηκε σημαντικά, ακολουθώντας κατά βήμα την τουριστική ανάπτυξη. Όμως, μέχρι και τη δεκαετία του 90 η κατάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα προβληματική. Υπήρχαν ήδη σημαντικές νομοθετημένες ασπίδες που προστάτευαν το κυκλαδίτικο τοπίο. Πολλοί και σημαντικοί οικισμοί είχαν κηρυχθεί παραδοσιακοί και υπήρχαν λεπτομερείς όροι για την προστασία τους, ειδικές προδιαγραφές είχαν θεσπιστεί για τα νεότερα κτίρια ώστε να μην αποκλίνουν βάναυσα από την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική παράδοση, ακόμα και ολόκληρες νησιωτικές περιοχές είχαν κηρυχτεί προστατευόμενες, είτε ως τόποι αρχαιολογικής σημασίας είτε ως τόποι με ιδιαίτερα γεωφυσικά χαρακτηριστικά. Πέραν αυτών των νομικών περιορισμών, και οι ίδιοι οι ιδιώτες που έκτιζαν, είτε παλιοί κάτοικοι είτε νεότεροι, δεν ήθελαν κάτι περισσότερο από ένα σπίτι που να καλύψει τις βασικές σύγχρονες ανάγκες κατοικίας. Παρόλο λοιπόν το γεγονός ότι η δόμηση αυξήθηκε σημαντικά στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 στα περισσότερα νησιά, και παρόλο το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από αυτήν ήταν έξω από τους οικιστικούς υποδοχείς, ανησυχώντας ήδη κάποιους ευαίσθητους ανθρώπους για τις επιπτώσεις στο τοπίο των νησιών, δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ΄καταστροφική΄ δυναμική. Αντίθετα, η συνολική εικόνα ήταν εικόνα προόδου και ευημερίας. Με κάποιες ΄παράπλευρες απώλειες΄ βέβαια, που όμως φάνταζαν δευτερεύουσες μπροστά στον ενθουσιασμό της θεόσταλτης οικονομικής ευμάρειας.
2. Η σημερινή κατάσταση: Υπερδόμηση και διακινδύνευση των φυσικών πόρων
Από τις αρχές του νέου αιώνα όμως, τα πράγματα πήραν πλέον μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση – σίγουρα καθόλου άσχετη με τις γενικότερες εξελίξεις στη χώρα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Μια κατεύθυνση που άρχισε να διαφαίνεται με την αγορά εκτάσεων στα νησιά και την δόμηση τεράστιων κατοικιών, κυρίως εξοχικών, την πρώτη δεκαετία του αιώνα και εξελίχθηκε σε διείσδυση τεράστιων κεφαλαίων της διεθνούς αγοράς ακινήτων (Real estate), ενώ τα τελευταία χρόνια παίρνει τη μορφή επίσημης και οργανωμένης κυβερνητικής πολιτικής, που φαίνεται να ταυτίζει τη «βιωσιμότητα» με τις «επενδύσεις» σε κυκλαδίτικη γη. Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η νέα κατεύθυνση; Στο ότι πλέον ο τουρισμός στα κυκλαδονήσια φαίνεται να είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένος με την πώληση γης. Οι Κυκλάδες δεν πωλούν πλέον την ομορφιά του τοπίου τους. Πουλούν το ίδιο το τοπίο. Και μαζί μ΄ αυτό την ψυχή τους.
Ο Μυκονιάτης ποιητής Κουσαθανάς, μιλώντας για τη Μύκονο έγραψε :
Πολλές φορές επείνασε ο τόπος κι ο άνθρωπος του. Αλλά, να πουληθεί;
Η Μύκονος προηγήθηκε στην καταστροφική πορεία και, όπως και η Σαντορίνη, βρίσκεται ήδη σε επίπεδα πολύ βαριάς επιβάρυνσης. Δεν ισχύει η ίδια εικόνα σε όλα τα νησιά. Κάποια από αυτά, κυρίως τα πιο απομακρυσμένα, παραμένουν σε σημαντικό βαθμό αλώβητα μέχρι και αυτή τη στιγμή. Αλλά, κι αυτά, για πόσο ακόμα; Η ποιότητα της καταστροφικής δυναμικής είναι ίδια για όλα τα νησιά. Και δεν προέρχεται τόσο από την μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων τους καλοκαιρινούς μήνες, δηλαδή από αυτό που ονομάζουμε υπερτουρισμό. Οι κίνδυνοι για τα κυκλαδονήσια προέρχονται κυρίως από τον σφικτό εναγκαλισμό του τουριστικού ενδιαφέροντος με το οικοδομικό ενδιαφέρον. Και αυτό το δεύτερο είναι που δίνει την καταστροφική προοπτική του μη επανορθώσιμου, πολύ περισσότερο αν στην εικόνα προστεθούν οι αναμενόμενες εξαιτίας της κλιματικής κρίσης επιπτώσεις. Ακόμα και αν ο τουρισμός κάποια στιγμή θα μπορούσε να ανακοπεί, ή να περιοριστεί, η πώληση της γης και ακόμα περισσότερο η εξάντληση των φυσικών πόρων που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή η καταστροφή της, δημιουργεί δεδομένα μη αναστρέψιμα.
3. Ο κοινωνικός αντίκτυπος
Βέβαια η κυκλαδίτικη γη, πωλείται πλέον ακριβά. Πολλοί από τους ντόπιους που είχαν γη και δεν την έχουν ήδη πουλήσει, έχουν κάθε λόγο να είναι ενθουσιασμένοι με την εξέλιξη των πραγμάτων. Εξίσου ενθουσιασμένοι είναι εκείνοι που έχουν έρθει στα νησιά ακριβώς για να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες του ελληνικού Ελντοράντο. Μεσίτες, μηχανικοί, δικηγόροι, εργολάβοι, οικοδόμοι και διάφορων ειδών επιχειρηματίες του τουρισμού, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν βλέπουν κανένα πρόβλημα, αντίθετα βλέπουν μεγάλες ευκαιρίες στο κτίσιμο των νησιών. Όσο περισσότερο, τόσο καλύτερα.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, πολλοί άλλοι, που θυμούνται το παρελθόν, δυσανασχετούν με το παρόν και τρομάζουν με το αναμενόμενο μέλλον. Γιατί, αν διευρύνει κανείς λίγο το οπτικό του πεδίο, μεταφέροντας την εστίαση από το άμεσο χρηματικό κέρδος στη γενικότερη, μακροπρόθεσμη, συνολική εικόνα, βλέπει πως τα όποια κέρδη όλο και λιγότερο αφορούν τους κατοίκους των νησιών, όλο και λιγότερο στηρίζουν την ευημερία των τοπικών κοινωνιών[1] και όλο και περισσότερο σωρεύουν σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα που σε αρκετά νησιά φτάνουν ήδη στα όρια μια μόνιμης και μη αναστρέψιμης καταστροφής.
Σε ένα από τα πρώτα συλλογικά κείμενα αντίδρασης από μέρους των νησιωτών, κείμενο που υπέγραψαν οι Σύλλογοι της Νάουσας Πάρου το Νοέμβρη του 2022 και απευθυνόταν προς την κυβέρνηση, τους βουλευτές και την τοπική αυτοδιοίκηση, κάποια από αυτά το προβλήματα καταγράφονται ως εξής:
- Πολύ υψηλό κόστος διαβίωσης που καθιστά τη ζωή των ανθρώπων με μέσο και χαμηλό εισόδημα ιδιαίτερα προβληματική
- Δόμηση που καταπίνει κάθε ελεύθερο χώρο, και δημιουργεί όλο και πιο συχνά δήθεν υψηλής αισθητική εξαμβλώματα, εντελώς ασύμβατα με το πνεύμα της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής
- Σκληρή δοκιμασία όλων των εύθραυστων υποδομών του μικρού τόπου (δρόμοι, νερά, σκουπίδια)
- Γενικευμένη ανομία
- Σταδιακή απώλεια του ήθους, της απλότητας, του μέτρου, της ταπεινότητας και επικράτηση ενός πνεύματος επίδειξης και μεγαλομανίας.
Η κατάσταση αυτή, απειλεί να καταστήσει πολλούς από τος μόνιμος κατοίκους της Πάρου παρίες στον ίδιο τους τον τόπο, ενώ συγχρόνως απωθεί τους καλύτερους και πιο αφοσιωμένους φίλους και επισκέπτες της…
Δύο χρόνια μετά από τη δημοσίευση αυτού του κειμένου, και ενώ βεβαίως τίποτα δεν έχει αλλάξει σε επίπεδο κεντρικών πολιτικών, οι οποίες επιμένουν στο γνωστό μοντέλο της ασύστολης εκμετάλλευσης, τα προβλήματα που καταγράφονται στο κείμενο των Συλλόγων της Νάουσας όχι απλά παραμένουν, αλλά και επιδεινώνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Οι κάτοικοι των νησιών, χάνουν με ταχύτατους ρυθμούς την ποιότητα της απλής καθημερινότητας την ίδια στιγμή που το τοπίο των νησιών χάνει όλα εκείνα τα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά που το κατέστησαν μοναδικό, ενώ ακόμα και τα όποια κέρδη από τον τουρισμό και την οικοδομική λαίλαπα σε όλο και μικρότερο βαθμό παραμένουν στην τοπική κοινωνία για να την ανατροφοδοτήσουν. Οι μικρές επιχειρήσεις πιέζονται ασφυκτικά από τις μεγαλύτερες που διεισδύουν σε όλους τους οικονομικούς τομείς, και οι αναγκαίοι ζωτικοί πόροι, όπως το νερό, δείχνουν ήδη έντονα απειλητικά τα όρια τους.
Η κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική που γοήτευε ακριβώς εξαιτίας του απαράμιλλου δεσμού ανάμεσα στη φύση και τις ανθρώπινες ανάγκες, της ισορροπίας ανάμεσα στο σεμνό ιδιωτικό και το αναγκαίο συλλογικό, έχει αντικατασταθεί από μαζική και τερατώδη σε όγκο σύγχρονη δόμηση. Δόμηση που χαρακτηρίζεται από απόλυτη περιφρόνηση στην νησιωτική κλίμακα και στα όρια του φυσικού περιβάλλοντος και από την κυριαρχική και επιδεικτική επιβολή του ιδιωτικού σε κάθε έννοια συλλογικού.
Οι μοναδικοί κυκλαδίτικοι οικισμοί, παρόλο που διατηρούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους εξαιτίας της αυστηρής νομικής προστασίας τους, χάνουν τη λειτουργικότητά τους, και εξαφανίζονται πίσω από ασχεδίαστες οικιστικές επεκτάσεις
Οι εξοχές που χαρακτηρίζονταν από την καθαρότητα και την αρμονία των γραμμών και των χρωμάτων τους, αποκτούν όλο και περισσότερο την εικόνα αστικών προαστίων που δεν χαρακτηρίζονται από τα χρώματα και τα επίπεδα των λόφων και των αγρών, αλλά των κτιρίων και των ασχεδίαστων δρόμων .
Οι έναστρες νύχτες χάνονται πίσω από τους απανταχού τεχνητούς φωτισμούς, οι παλιοί ήχοι των μελισσών και των τζιτζικιών, καλύπτονται από τους θορύβους αυτοκινήτων, πλοίων, αεροπλάνων, εκσκαφέων, μεγαφώνων.
Η απλή καθημερινότητα που οργανωνόταν από στην εναλλαγή των εποχών του έτους έχει αντικατασταθεί από ρυθμούς, ένταση και συνθήκες εργασίας μεγαλούπολης που χαρακτηρίζουν την περίοδο της καλοκαιρινής αιχμής και εναλλάσσονται με τη νέκρα της χειμερινής περιόδου.
Τα νησιά μας δεν είναι πια αυτό που ήταν. Στοιχεία αλλότρια έχουν εμφανιστεί που διαθέτουν χαρακτηριστικά επικίνδυνα, χαρακτηριστικά απολύτως αντίθετα με αυτό που διαμόρφωνε τη φυσιογνωμία τους, χαρακτηριστικά απολύτως καταστροφικά για όσα έκαναν τις Κυκλάδες ένα ξεχωριστό και αγαπημένο τόπο. Όσα λάτρεψαν οι ποιητές, οι σκηνοθέτες και οι απλοί άνθρωποι από όλο τον κόσμο, όσα στήριξαν τη ζωή στα νησιά για χιλιετίες, εξαφανίζονται χωρίς δυνατότητα επαναφοράς.
4. Οι αντιστάσεις
Όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, κάποια ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών – κατοίκων. Η ηγεμονική αντίληψη των καιρών μας, τείνει να επικεντρώνεται στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη γη και στα δικαιώματα και τις ανάγκες του επιχειρείν. Όμως μέχρι ποιο σημείο αυτά μπορούν να είναι σημαντικότερα από το δικαίωμα των ανθρώπων να ζουν με ασφάλεια στον τόπο τους; Σε ποιο βαθμό μπορούν να είναι σημαντικότερα από την ανάγκη των ανθρώπων να χρησιμοποιούν απρόσκοπτα φυσικούς πόσους του τόπου τους όπως το νερό; Σε ποιο βαθμό είναι σημαντικότερα από το δικαίωμα των κατοίκων στην απόλαυση που χαρίζει το νησιωτικό περιβάλλον με τις θάλασσες, την απέραντη θέα, την ηρεμία, την αδιατάρακτη επαφή με τη φύση; Σε ποιο βαθμό η ‘αξιοποίηση’ ή η επαύξηση των ιδιωτικών περιουσιών, μπορεί να είναι κρισιμότερο κριτήριο από την διάσωση της προαιώνιας κοινής περιουσίας; Σε ποιο βαθμό η υπεροπτική διάθεση ιδιώτευσης σε απομονωμένα, περίκλειστα οικοδομήματα μπορεί να προηγείται της συνολικής ασφάλεια και προστασίας;
Η περσυνή χρονιά, το 2023, ήταν μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από τη ανάδυση κινημάτων πολιτών που διεκδικούν να ακουστεί η δική τους απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Μιλώντας για τα δικαιώματα των πολιτών στη χρήση των παραλιών, θέσαμε ακριβώς αυτό το θέμα: Ο μαγικός τόπος μας ανήκει και σε μας, ή όχι; Και αν ναι, όπως βεβαίως ορίζει το Σύνταγμα και οι νόμοι, γιατί άραγε, εμείς νοιώθουμε να τον στερούμαστε; Πώς γίνεται κάποιοι να μας διώχνουν από τη δική μας αμμουδιά, από το δικό μας αλμυρίκι, από το φλοίσβο που μας έθρεψε και μας αγκάλιασε από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας;
Και φέτος διευρύναμε το ερώτημά μας, περνώντας από τις παραλίες, στα βουνά και στους κάμπους, στο έδαφος που τσιμεντώνεται και στο υπέδαφος που στεγνώνει και στερεύει: Τι είναι πιο σημαντικό; Να υπάρχει νερό για τις πισίνες και τους κήπους των πλούσιων εποικιστών των νησιών, ή να υπάρχει νεράκι για να πιούμε και να φροντίσουμε τις καλλιέργειές μας; Να ζούμε πουλώντας τη γη μας, ή να αναπτύξουμε τους όρους για δημιουργική ζωή των τοπικών κοινωνιών με φροντίδα για το πανάρχαιο περιβάλλον μας; Γιατί όλα μαζί δεν γίνονται. Δεν χωράνε. Ζητάμε να σταματήσει η να περιοριστεί αισθητά η εκτός οικισμού δόμηση, ζητάμε να καταργηθεί κάθε ιδέα περί ΄στρατηγικών επενδύσεων’ στον τουρισμό, ζητάμε να ενισχυθούν εκείνες οι υποδομές που θα προστατέψουν από τις πλημμύρες και τους καύσωνες και όχι να δημιουργηθούν υποδομές για να αντέξουν ακόμα μεγαλύτερη τουριστική και οικιστική φόρτιση.
Τα νησιά, πολύ πριν εξελιχτούν σε αρένα διεκδίκησης οικονομικών συμφερόντων, ήταν τόποι κατοικημένοι από μια σπάνια βιοποικιλότητα και από ανθρώπινες κοινωνίες που τα αγάπησαν και τώρα διεκδικούν τη θέση τους σε αυτά. Όλο και πιο δυναμικά εμφανίζονται ομάδες πολιτών, αποφασισμένες να αντιδράσουν στις πολιτικές που στηρίζουν με κάθε τρόπο την επέλαση μεγάλων – όσων γίνεται μεγαλύτερων!- κεφαλαίων στην αγορά γης για τουριστική η οικιστική εκμετάλλευση.
Ήδη, στην Πάρο, στην Αμοργό, στη Σύρο, στην Τήνο, στην Νάξο, διάφορες ομάδες πολιτών επιμένουν στην διεκδίκηση ενός μοντέλου ήπιου τουρισμού, με συνθήκες ενσωμάτωσης και όχι επικυριαρχίας πάνω στις παλιές κοινωνικές και φυσικές μορφές που ταίριαζαν στην νησιωτική ζωή. Η Κίνηση Πολιτών Πάρου, η Κίνηση πολιτών Νάξου για τις παραλίες, το Μπατίκι και η η Αμπασάδα στην Τήνο, το Μιτάτο στην Αμοργό, ο Σύνδεσμος Ιιτών και το Save Ios στην Ίο, το Παρατηρητήριο Περιβάλλοντος στη Σύρο αλλά και το νεοσύστατο Δίκτυο για Βιώσιμες Κυκλάδες, που συνενώνει τις ανά νησί παρεμβατικές προσπάθειες σε ένα κοινό κυκλαδίτικο μέτωπο για την διατήρηση της κυκλαδικής ταυτότητας, δεν περιορίζονται στο να αντιδρούν σε όσα βλάπτουν. Αγωνίζονται επίσης να αναδείξουν τον άλλο δρόμο, να εφεύρουν τους τρόπους που θα μπορούσαν να καταστήσουν τα νησιά πραγματικά αειφόρα κρατώντας τα βασικά τους πολύτιμα χαρακτηριστικά και προβάλλοντάς τα ως ένα θελκτικό σύνολο που θα διατηρήσει τα νησιά ως αγαπημένο τουριστικό περιορισμό, στηριγμένο στα μαγικά χαρίσματα των νησιών και όχι στην εξαφάνισή τους. Κομβικό σημείο στην προστασία των νησιών αναδεικνύεται ο δραστικός περιορισμός της ασύμμετρης δόμησης και ιδιαίτερα της δόμησης εκτός σχεδίου, σημείο στο οποίο βρίσκουμε στήριξη στην απόφαση του Σ.τ Ε. 167/2023 που θυμίζει πως η εκτός σχεδίου δόμηση απαγορεύεται από το 1985! Όμως και αυτή η απόφαση, όπως και δεκάδες άλλες νομικές δικλείδες προστασίας, τελικά στα νησιά δεν εφαρμόζονται. Είναι σαφές ότι η δυναμική της άνευ όρων εκποίησης είναι ισχυρότερη από κάθε νομικό πλαίσιο.
Είναι ζήτημα χρόνου: Θα προλάβουμε να στρέψουμε τα πράγματα σε μια κατεύθυνση διατήρησης την ταυτότητα των νησιών μας, ή θα προλάβει η ηγεμονική πολιτική και οι διεθνείς αγορές να επιβάλλουν τις καταστροφικές επιλογές τους; Και είναι και ζήτημα ενδυνάμωσης και ωρίμανσης της συλλογική αντίδρασης. Πόσοι πιστεύουμε σε αυτήν;. Πόσοι θα θελήσουμε να συμμετάσχουμε στην προσπάθεια; Πόσες υγιείς και αποφασισμένες δυνάμεις μπορούν να ενεργοποιηθούν μέσα στις τοπικές κοινωνίες; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την ιστορία. Καθένας/καθεμιά μας μπορεί απλά να αναλάβει το μικρό μερίδιο που του/της αναλογεί μέσα σε αυτήν.
[1] Έκθεση: Το 50% έως 80% των τουριστικών εσόδων διαφεύγουν από τους προορισμούς. Χριστίνα Λαϊνοπούλου., 22/10/2024
Leave a Reply