Σύντομη επισκόπηση της ιστορικής εξέλιξης του μοναχισμού
Ι. Οι πηγές
Ο μοναχισμός είναι μια άποψη της βυζαντινής ζωής για την οποία διαθέτουμε άφθονα στοιχεία. Κύριες πηγές μελέτης αποτελούν ο Βίος Αντωνίου που έγραψε ο Μ. Αθανάσιος, ο Ελληνικός βίος Παχωμίου που έγραψε ο μοναχός Τεβεννησιώτης, η Λαυσαϊκή Ιστορία του Παλλαδίου, ο Λειμών του Ιωάννη Μόσχου, η Φιλόθεος Ιστορία του Θεοδωρήτου Κύρου, η Historia Monachorum in Aegypto του Ρουφίνου, η λατινική μετάφραση του Κανόνα του Παχωμίου από τον Ιερώνυμο, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωζομενού, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευαγρίου, οι Όροι κατά πλάτος και κατ’ επιτομήν του Μεγάλου Βασιλείου, τα Αποφθέγματα Πατέρων και εκατοντάδες βιογραφίες μοναχών οσίων. Έχουμε ακόμη κανόνες, πειθαρχικούς κανονισμούς, αυτοκρατορικά διατάγματα, διαλογισμούς, επιστολές, κηρύγματα, προτροπές και απολογίες σχετικά με τη μοναχική ιδιότητα.
ΙΙ. Κοινωνικά αίτια και πνευματικά κίνητρα του αναχωρητισμού
Μέχρι το τέλος του 2ου μ. Χ. αιώνα πηγές θείας δύναμης και αυθεντίας για τη χριστιανική Εκκλησία ήταν οι προφήτες, οι επίσκοποι, οι μάρτυρες και οι ομολογητές. Κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα, εποχή κατά την οποία έπνεε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ένα ελληνιστικό ασκητικό ρεύμα άρνησης του κόσμου προερχόμενο κυρίως από τις ανατολικές επαρχίες, παρουσιάστηκε μια καινούρια πηγή δύναμης και υπερβατικής τελειότητας, ο ερημίτης ή αναχωρητής. Η έννοια του «αναχωρείν» είχε αρχικά πολιτική σημασία και χαρακτήριζε την τάση κάποιων ευπόρων Ρωμαίων πολιτών να απομακρύνονται από τα πολιτικά κέντρα και να ζουν με τις οικογένειές τους στην εξοχή, εκδηλώνοντας έτσι την απέχθειά τους προς την ασκούμενη πολιτική μετά το τέλος της Δημοκρατίας στη Ρώμη. Μετά το 250 μ. Χ. η έννοια του αναχωρητισμού εκφράστηκε κυρίως από τους μοναχούς, που αν και ζούσαν μακριά από την κοινωνία, ασκούσαν μεγάλη επιρροή.
Ο Γίββων αποδίδει την εμφάνιση του μοναχισμού στην παρακμή του ελληνικού πολιτισμού. Ο Rostovtzeff την αποδίδει στη διάλυση των θρησκευτικών ιδεών της φωτισμένης μειοψηφίας των πόλεων και την πλήρωση του κενού από την πρωτόγονη πλειοψηφία των επαρχιωτών.[1] Αναφέρονται επίσης και άλλοι παράγοντες ως κίνητρα πολλών αναχωρητών. Το μοναστήρι πρόσφερε ασφάλεια και καταφύγιο από ποικίλα προβλήματα της καθημερινής ζωής και άλλες υποχρεώσεις, όπως η φορολογία, τα χρέη των φτωχών αγροτών, η στρατιωτική θητεία. Κάποιοι θα έβρισκαν στα κοινόβια ένα είδος συντροφικότητας και μια σχετική υλική ασφάλεια. Συχνά στα μοναστήρια κατέφευγαν αξιωματούχοι, ακόμη και αυτοκράτορες, με ή χωρίς τη θέλησή τους, μετά από εκθρόνιση ή ανατροπή. Για πολλούς ο μοναχισμός ήταν η αρχή μιας μελλοντικής καριέρας ως επισκόπων, ενώ για πολλούς, όχι ιδιαίτερα μορφωμένους, ένα μέσον κοινωνικής ανόδου. Για άλλους ένας τρόπος εξασφάλισης της σωτηρίας της ψυχής τους μετά θάνατον, αφού όμως πρώτα είχαν ζήσει μια πλούσια κοσμική ζωή. Μεταξύ αυτών υπήρχαν αριστοκράτες που μετέτρεπαν το κτήμα τους σε μοναστήρι και οι ίδιοι αυτοαναγορεύονταν ηγούμενοι, ενώ οι μοναχοί ήταν ένα είδος ακολουθίας. Η «αναχώρηση» υπήρξε κατά μια έννοια μια επίκριση για τη διαρκώς αυξανόμενη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και των λειτουργών της. Κάποιοι μπορεί να στράφηκαν στις ερήμους από ψυχολογικούς λόγους, ένα είδος άγχους που στρέφει συχνά τους ανθρώπους σε παράξενα ιστορικά εκδηλώματα, όπως οι Hippies ή οι πολιτικές νεολαίες στη δεκαετία του 1960 και 1970.[2]
Ο Peter Brown υποστηρίζει την εμφάνιση ενός έκτακτου ιστορικού παράγοντα στη θρησκευτική ζωή της Ύστερης Αρχαιότητας κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα, τον οποίο χαρακτηρίζει ως πραγματική ιστορική επανάσταση.[3] Πρόκειται για ένα νέο κύμα θρησκευτικότητας που εμφανίστηκε στα χρόνια των Αντωνίνων και συνίστατο στη μετακίνηση του θρησκευτικού κέντρου ζωής από τη δημόσια λατρεία προς τον ατομικό εσωτερικό χώρο κάθε πιστού, είτε παγανιστή είτε χριστιανού. Απαιτείται τώρα μια νέα προσωπική σχέση του ανθρώπου με το θείο. Ο παγανιστής δένεται προσωπικά με μια θεότητα, τον Ασκληπιό ή τον Ερμή τον Τρισμέγιστο για παράδειγμα, και μπορεί να ζει μόνος με το θεό του. Μια τέτοια ατομική θρησκευτικότητα προσέφερε και ο χριστιανισμός. Ο «Θείος Ανήρ» της Ύστερης Αρχαιότητας, η εμφάνιση του οποίου συμπίπτει με τη διάβρωση των κλασικών θεσμικών θρησκευτικών στηριγμάτων, έχει μια δύναμη παρόμοια με αυτήν του μοναχού, υποστηρίζει ο Brown.[4] Ο « Θείος Ανήρ» αναλαμβάνει να κάνει το θεό σχετικό με τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων και ανακουφίζει την αγωνία των ανθρώπων. Η αναζήτηση του «ιερού» και του «αγίου» στην Ύστερη Αρχαιότητα οδήγησε πολλούς ανθρώπους στην έρημο, σε αναζήτηση της «απάθειας» και της «ησυχίας».
Τα προσδιοριστικά στοιχεία της ζωής του ερημίτη είναι η κύρια θέση που καταλαμβάνει η κρίση του Θεού μετά θάνατον, η πάλη με τους δαίμονες και οι πολύωρες προσευχές. Ο ερημίτης φεύγοντας από την κοινωνία και τα προβλήματα του βίου, έχει να αντιμετωπίσει άλλα, με τον εαυτό του και το διάβολο. Ξεπερνώντας τα, όμως, καταλήγει στην «απάθεια», γίνεται ο ίδιος μια πηγή θεϊκής χάριτος και αυθεντίας. Μετά από χρόνια εγκαταβίωσης στην έρημο, μέσα σε μνήματα και σπηλιές, ο ερημίτης ζει μέσα σε ένα κόσμο οραμάτων και θαυμάτων. Εμφανίζεται ως ένας νέος ήρωας της πίστης, ανώτερος και από τους μάρτυρες, εξαιρετικός ενδιάμεσος μεταξύ υπερβατικού και αισθητού κόσμου. Ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η Ύστερη Αρχαιότητα για να μεταβεί από τον Αρχαίο κόσμο στο Μεσαίωνα.
ΙΙΙ. Ερημιτικός και κοινοβιακός μοναχισμός
Πατέρας του μοναχισμού θεωρείται ο Αντώνιος που άρχισε να ασκητεύει γύρω στο 270. Τότε δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια. Ο Αντώνιος απομονώθηκε μέσα σε ένα τάφο αρχικά και μετά στην έρημο, όχι γιατί ήταν οικονομικά εξαθλιωμένος, όπως κάποιοι «αναχωρητές» του 1ου αιώνα, αλλά ακολουθώντας τους ευαγγελικούς λόγους περί τελειότητας και απαλλαγής από την ιδιοκτησία. Στο Βίο του Αντωνίου, όπου εκφράζονται τα περί μοναχισμού ιδεώδη του Αθανασίου, παρουσιάζεται ένας νέος ήρωας της χριστιανικής πίστης, ένα πρότυπο προς μίμηση για τους χριστιανούς. Μετά από μακρά άσκηση, στα 55 χρόνια του, ο Αντώνιος παρουσιάστηκε ως διδάσκαλος και κάτοχος της γνώσης του ασκητισμού, αξιοσημείωτη σταδιοδρομία για κάποιον που δεν είχε καμία απολύτως μόρφωση και δεν ήταν αξιωματούχος της εκκλησίας. Πέθανε το 356 σε ηλικία 105 ετών. Λίγα χρόνια μετά την «αναχώρηση» του Αντωνίου, η έρημος γέμισε από ερημίτες οι οποίοι αποτέλεσαν πόλο έλξης μαθητών που επιθυμούσαν να ζήσουν την ίδια ζωή.
Η έρημος δημιουργούσε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα επιβίωσης. Η ανάγκη κάποιας οργάνωσης δεν άργησε να φανεί. Οι μοναχοί έφεραν στη έρημο τις συνήθειες του ρωμαϊκού χωριού και τις σχετικές εργασίες, όπως καλαθοποιία ή αγγειοπλαστική. Στην έρημο της Νιτρίας π.χ., όπου κατά τον Παλλάδιο είχαν συγκεντρωθεί πέντε χιλιάδες αναχωρητές, οργανώθηκαν και δημιούργησαν για πρώτη φορά τα λεγόμενα διακονήματα και τις κοινές λατρευτικές συνάξεις. Η μορφή αυτή καλείται λαυριωτική και είναι μια ενδιάμεση μορφή ζωής μεταξύ ερημιτικής και κοινοβιακής. Ασκήθηκε κυρίως στην Παλαιστίνη και σε άλλες βυζαντινές επαρχίες μετά την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Άραβες, πάντα σε βουνά και όχι σε πόλεις. Μια παλαιστινιακή λαύρα περιελάμβανε ένα κεντρικό πυρήνα με εκκλησία, τραπεζαρία, μαγαζιά, αρτοποιείο, ίσως και στάβλο και κελιά διάσπαρτα στην έρημο. Οι ερημίτες ζούσαν μόνοι στα κελιά τους και κάθε Σάββατο παρακολουθούσαν τον εσπερινό και κάθε Κυριακή τη λειτουργία στο κέντρο. Υπάρχει μια στοιχειώδης «stabilitas loci», αντίθετα προς τις αναχωρητικές ομάδες που αλλάζουν συχνά τόπο εγκατάστασης. Τα μέλη αυτών των ομάδων ζούσαν σε στενή επαφή μεταξύ τους, συγκεντρωμένα γύρω από τον πνευματικό τους πατέρα. Οι μαθητές είναι συνήθως νέοι μοναχοί που επιθυμούν να διδαχθούν την ασκητική τέχνη. Η ομάδα δεν έχει περιουσιακά στοιχεία και τα μέλη της επιζούν ή από την εργασία τους ή από ελεημοσύνες, ακόμη και βοήθεια από γειτονικά κοινόβια. [5]
Πρώτος διαμορφωτής του κοινοβιακού συστήματος ήταν ένας ιδιοφυής κόπτης, ο Παχώμιος. Στο έργο αυτό επιδόθηκε, όπως μας πληροφορεί ο Παλλάδιος, ύστερα από θεία αποκάλυψη.[6] Γεννήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα στην Άνω Αίγυπτο από ειδωλολάτρες γονείς χαμηλής κοινωνικής στάθμης. Υπηρέτησε στο στρατό επί Μ. Κωνσταντίνου, όπου λέγεται ότι ήρθε σε επαφή με το χριστιανισμό κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας και του τραυματισμού του. Μόλις απολύθηκε, βαφτίστηκε και ζούσε ως ερημίτης. Την πρώτη του μοναστική κοινότητα την έφτιαξε στην Ταβέννησο και έγραψε ένα Κανόνα με κύριο στοιχείο του την υπακοή. Πέθανε το 346.
Τα στοιχεία που συνιστούν το κοινόβιο είναι ο κοινός τόπος διαμονής, η οργάνωση κοινής οικονομικής ζωής και η ύπαρξη κεντρικής εξουσίας. Με την οργάνωση του Παχωμίου οι μοναχοί φόρεσαν όμοιο ρούχο, έτρωγαν το ίδιο φαγητό σε ορισμένες ώρες, είχαν μια προσδιορισμένη εργασία μέσα στο τοιχισμένο μοναστήρι ή στα χωράφια, είχαν κοινές και σταθερές ώρες προσευχής και κοινή θεία Λειτουργία το Σάββατο και την Κυριακή. Αυτός ο τρόπος μοναχικής ζωής θεωρήθηκε από τους Πατέρες ως ο καλύτερος και ασφαλέστερος δρόμος προς την τελειότητα.[7] Στο κοινόβιο οι μοναχοί έχουν τα πάντα κοινά με κέντρο τη λατρεία στο καθολικό της μονής που είναι και το κτιριακό επίκεντρο. Εκείνο όμως που προέχει πάνω απ’ όλα είναι η υπακοή στον προεστώτα. Σε αυτές τις κοινότητες κατέφευγαν όλων των ειδών οι άνθρωποι για τους πιο ποικίλους λόγους. Κοντά στους αγαθούς και αφοσιωμένους μοναχούς υπήρχαν και οι φοροφυγάδες και αυτοί που είχαν δοσοληψίες με τον νόμο.
Οι μεγάλοι αστέρες του μοναχισμού ασκήτεψαν κυρίως στη Συρία. Εκεί οι μοναχοί ζούσαν σε ορεινές περιοχές, προσεύχονταν και έψαλλαν συχνά μέρα και νύχτα και είχαν μια ιδιαίτερα αισθητή επίδραση στις κοινωνικές δομές της χώρας.[8] Εκτός από ένα τύπο μοναχισμού συγγενή προς αυτό της Αιγύπτου, εμφανίστηκε στη Συρία και ένας άλλος τύπος που διακρίνεται για τις πνευματικές ακρότητες και ένα εξέχοντα ατομισμό. Ο Εφραίμ ο Σύρος περιγράφει με θαυμασμό τους «βοσκούς», μια κατηγορία μοναχών που τρεφόταν μόνο με χόρτο από τη γη. Ο Θεοδώρητος ο Κύρου περιγράφει το βίο του Συμεών, ο οποίος αφού διένειμε την περιουσία του σε φτωχούς εγκαταβίωσε στη Μονή της Τελεδάς. Εκεί επιδόθηκε σε ακραίες μορφές ασκητισμού, όπως να στέκεται όρθιος πάνω σε ένα δένδρο και να αγρυπνεί προσευχόμενος, να εντοιχίζεται σε σπηλαιώδεις χώρους, να δένεται με αλυσίδες, ώσπου τέλος κατασκεύασε ένα στύλο πάνω στον οποίο στάθηκε. Έτσι έζησε 37 χρόνια και μετά το θάνατό του αγιοποιήθηκε.
Εκτός από τους στυλίτες, παρουσιάστηκαν και άλλες ακραίες μορφές ασκητισμού στη Συρία και τη Μεσοποταμία, οι «άστεγοι» , οι «σιωπώντες», οι «άγρυπνοι». Η πιο ακραία, όμως μορφή μοναχισμού που εμφανίστηκε στην περιοχή της Μ. Ασίας, Συρίας και Μεσοποταμίας ήταν οι Μεσσαλιανοί του 4ου αιώνα που προσεύχονταν, έψαλλαν και χόρευαν ασταμάτητα και δεν εργάζονταν, αλλά ζητιάνευαν για την τροφή τους.
Ενώ το κοινόβιο δημιουργήθηκε και τροφοδοτήθηκε από τον ερημητισμό, με τη σειρά του και αυτό θα γινόταν για πάντα ο κύριος τροφοδότης του ερημητισμού. Στο κοινόβιο ο μοναχός θα δεχόταν τα απαραίτητα πνευματικά γυμνάσματα και θα έπαιρνε τα βασικά πνευματικά εφόδια, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην έρημο δίχως τον κίνδυνο της πλάνης που διατρέχουν εκείνοι που άκριτα ξεκινούν τον αγώνα τους από την αρχή αμέσως στην έρημο δίχως να έχουν δίπλα τους έναν απλανή πνευματικό οδηγό.[9] Ο πιο ένθερμος υπέρμαχος του κοινοβιακού ιδεώδους ήταν ο Μέγας Βασίλειος που συμφιλίωσε το μοναχισμό με τις πόλεις.[10]
Το κοινόβιο υπήρξε ο κύριος τύπος του γυναικείου μοναχισμού αν και υπήρξαν και γυναίκες ασκήτριες όπως η Μαράνα, η Κύρα και η Δομνίνα, που αναφέρει ο Θεοδώρητος Κύρου. Οι χήρες συχνά αποσύρονταν σε μοναστήρια και αρκετές σύζυγοι αυτοκρατόρων τελείωσαν ηθελημένα το βίο τους με το μοναχικό ένδυμα, όπως η Προκοπία του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ, η Θεοφανώ του Λέοντος ΣΤ΄, η Σοφία του Χριστοφόρου Λεκαπηνού, η Θεοφανώ του Ρωμανού Β΄, η Αικατερίνη του Ισαακίου Α΄ Κομνηνού, η Ειρήνη του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου. Αναφέρονται και άλλες που κλείστηκαν σε μονές χωρίς τη θέλησή τους με τις κόρες και τους γιους τους.
Ο μοναχισμός έφθασε στην Κωνσταντινούπολη από τη Συρία. Το πρώτο μοναστήρι ιδρύθηκε το 382 και η μοναστική ζωή γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθιση τον 5ο και τον 6ο αιώνα, με την υποστήριξη της αριστοκρατίας και μιας σειράς αυτοκρατόρων. Από την εποχή εκείνη χρονολογείται και το παλαιότερο μοναστικό κέντρο που διέθετε σημαντική βιβλιοθήκη, την οποία ίδρυσε ο Ιουστινιανός, η Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά.
Τον 7ο αιώνα ο ορθόδοξος μοναχισμός εκτεινόταν με κέντρο την Παλαιστίνη ως το όρος Σινά και την Αλεξάνδρεια, την Κιλικία, την Κύπρο και άλλα νησιά, αν και είχε αρκετά συρρικνωθεί λόγω του μονοφυσιτικού σχίσματος. Όμως η «ηρωική εποχή του μοναχισμού είχε περάσει».[11] Τον 8ο αιώνα, στη διάρκεια της εικονομαχίας, οι μοναχοί υπέστησαν διωγμούς, καθώς παρουσιάζονταν ως υπερασπιστές της παράδοσης, δηλαδή της εικονολατρίας. Μετά την έβδομη οικουμενική σύνοδο, ο μοναχισμός είδε μια νέα άνθηση με ανοικοδόμηση πολλών μοναστηριών. Τον 9ο αιώνα οι μοναχοί έγιναν και πάλι ο κύριος πόλος αντίστασης στη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας. Σημαντική μοναστική προσωπικότητα της εποχής ήταν ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος , έχοντας ιδανικά παρόμοια με του Παχωμίου, δημιούργησε μια «ομοσπονδία» μοναστηριών και ένα εργαστήριο αντιγραφής βιβλίων στη μονή του Στουδίου. Η ίδρυση μοναστηριών συνεχίστηκε αμείωτη τον 9ο και το 10ο αιώνα. Την εποχή αυτή πολλά νομοθετήματα ασχολήθηκαν με τη διευθέτηση ζητημάτων που αφορούσαν στο μοναχισμό και ειδικότερα στη μοναστηριακή περιουσία.[12] Επί Βασιλείου Β΄ μοναστήρια παραχωρούνταν προς εκμετάλλευση από λαϊκούς, τους «χαριστικάριους». Η συσσώρευση πλούτου και πολυτέλειας σε αρκετές μονές υπήρξε συχνά σκανδαλώδης. Τα καλύτερα δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής που σώζονται, όπως ο Όσιος Λουκάς, η Νέα Μονή της Χίου και το Δαφνί, ήταν καθολικά μονών της Μεσοβυζαντινής περιόδου.
Κατά το 10ο αιώνα θεμελιώθηκε από τον Αθανάσιο το πρώτο μεγάλο και συμπαγές μοναστικό κέντρο στον Άθω, πού έμελλε να αποκτήσει μεγάλη θρησκευτική, οικονομική και πολιτική δύναμη. Σύντομα έγινε «ιερό βουνό», δηλαδή κατάλληλο για ερημιτική άσκηση και μοναστική ηρεμία, πράγμα που οδήγησε στη διαρκώς αυξανόμενη προσέλευση μοναχών.[13] Στο τέλος του 13ου αιώνα καθιερώθηκε η μοναστηριακή ιδιορρυθμία με κοινή διοίκηση και λατρεία τις Κυριακές και εορτές. Η διατροφή αποτελούσε ιδιωτική υπόθεση και δεν ήταν ιδιαίτερα ασκητική.
Στους επόμενους αιώνες ο μοναχισμός δεν ήταν παρά ένας κοινωνικός θεσμός και η ζωή στα μοναστήρια ένας άλλος κομφορμισμός. Κάποιες ξεχωριστές προσωπικότητες προσπάθησαν να θυμίσουν την ουσία της πνευματικής ζωής, όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ή και να επικρίνουν τα κακώς κείμενα του μοναχισμού, όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης. Η έντονη ανάγκη για ένα νέο εσωτερισμό εκφράστηκε κυρίως τον 14ο αιώνα από τους ησυχαστές του Αγίου Όρους. Για τον κύριο εκφραστή του κινήματος, το Γρηγόριο Παλαμά, οι μοναχοί ήταν άνθρωποι με πνευματική ενόραση όπως και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο υπερβατικό και το εγκόσμιο μέσω της προσευχής και της αναπνοής και να δει το «άκτιστο φως». Παρά την πολεμική που συνάντησε ο ησυχασμός, ο Γρηγόριος Παλαμάς ανακηρύχθηκε άγιος και ο μοναχισμός σημείωσε μια σημαντική νίκη με την αναγνώριση του ησυχασμού.
IV. Ο μοναχισμός στη Δύση
Η Δύση μπήκε στο μοναχισμό με κάποια καθυστέρηση και τα πρώτα μοναστήρια χτίστηκαν τον 5ο αιώνα. Αρχικά ο μοναχισμός στη Δύση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφορές από τον ανατολικό, αφού αντλεί και αυτός από την κοινή Μεσογειακή παράδοση. Στο τέλος του 5ου αιώνα ο Άγιος Βενέδικτος οργάνωσε το κοινοβιακό κίνημα με πρακτικό πνεύμα. Οι Βενεδικτίνοι επωμίστηκαν το έργο της αφομοίωσης των νέων λαών. Οι μοναχοί έγιναν εκχερσωτές, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αντιγραφείς, ιεροκήρυκες, ιεραπόστολοι.
Οι διαφορές αρχίζουν να παρουσιάζονται όταν άλλαξε ο χάρτης της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την εμφάνιση πέραν των Άλπεων των νέων ευρωπαϊκών κρατών (Φράγκων, Κελτών, Γερμανών) και του Ισλάμ στο Νότο. Η επιδρομή των νέων λαών στην Ευρώπη δημιούργησε νέα έθνη, με δικές τους θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις ενώ η Ρώμη προσπαθούσε να αφομοιώσει όλο αυτό το αμάλγαμα μέσα στη χοάνη της χριστιανικής κοινωνίας. Ο Peter Brown σημειώνει ότι η θρησκεία στη Δύση «έπνεε μέσα από τα χαίνοντα χάσματα της δομής της κοινωνίας», ενώ «οι Βυζαντινοί μπορούσαν να τηρήσουν το “άγιο” εκεί που το χρειάζονταν».[14]
Μέσα στη γενική αναστάτωση δημιουργήθηκαν οι πνευματικές συνθήκες για την ανάπτυξη ενός νέου ασκητισμού, αυτού των Μοναχικών Ταγμάτων, όπως των Φραγκισκανών, των Δομινικανών και των Ιησουϊτών. Όλα αυτά τα Τάγματα εισάγουν κάτι νέο στην πνευματικότητα του χριστιανικού μοναχισμού, την ιεραποστολή και τον ευαγγελισμό του λαού, με σκοπό την καλλιέργεια των λαών που μόλις είχαν ασπασθεί το χριστιανισμό. Στα περισσότερα δυτικά μοναστήρια υπήρχε ένα κοινό επίπεδο και μια σύμπλευση αξιών[15], αφού το πολιτιστικό και κοινωνικό έργο που καλούνταν να επιτελέσουν οι μοναχοί είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις. Οι δυτικοί μοναχοί ήταν συνήθως γνώστες των ανθρωπιστικών επιστημών και μπορούσαν να επιδοθούν σε ανάλογες σπουδές. Στην ανατολή οι μοναχοί δεν είχαν συνήθως ένα τέτοιο μορφωτικό επίπεδο αν και κάποιοι περνούσαν τα διαλείμματά τους μελετώντας ή αντιγράφοντας κώδικες.[16]
Στο Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ ένας ενιαίος μοναστικός οργανισμός που να επιβάλλει κανόνες, καθήκοντα και δεσμεύσεις για ένα ορισμένο τρόπο ζωής. Αντίθετα στη Δύση ο μοναχισμός μπήκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας και του κόσμου, εξυπηρετώντας έτσι τα ιδανικά και τις ανάγκες των νέων κρατών και των μεγάλων αστικών κέντρων.
Συμπεράσματα
Ο βυζαντινός μοναχισμός υπήρξε ένα πνευματικό κίνημα που γεννήθηκε στα χρόνια της κατάρρευσης της Ύστερης Αρχαιότητας και επιβίωσε της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέσα σε μια έντονη αντιφατικότητα. Έμεινε προσκολλημένος στα ιδεώδη του ερημιτισμού, στην περιφρόνηση για τα εγκόσμια και στο ενδιαφέρον για τα μετά θάνατον, εξυπηρετώντας έτσι τα ιδανικά και τις ανάγκες μιας εξ ίσου αντιφατικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή.
Η Γεωργία Παπαδοπούλου είναι Διπλωματούχος Ξεναγός. Κατέχει ΒΑ Greek Cultural Studies, δίπλωμα Museum Education, ΜA Cultural Policy, Management and Communication, και MEd Adult Education.
Βιβλιογραφία |
---|
Ευθυμιάδης, Σ. και άλλοι, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμος Β, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στο Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο, Πάτρα, 2001 |
Παπαχρυσάνθου, Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, Αθήνα 1992 |
Beck, H. G., Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα 2000 |
Brown, P., Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ. Χ., μτφ. Σταμπούλη Ε., Αθήνα 1998 |
Mango, C., Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Τσουγκαράκης Δ., Αθήνα 2002 |
Brown, P., Society and the Holy in Late Antiquity, California 1989 |
Brown, P., The World of Late Antiquity, N. York, 1989 |
Dodds, E. R., Pagan and Christian in an Age of Anxiety: Some Aspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Constantine, Cambridge 1965 |
Rostovtzeff, M., Social and Economic History of the Roman Empire, Oxford 1926 |
[1] Rostovtzeff, Oxford 1926, σ. 58
[2] Dodds, Cambridge 1965, σ. 254
[3] Brown, N. York 1989, σ. 49-112
[4] Brown, California 1989, σ. 103-152
[5] Παπαχρυσάνθου, 1992, σ. 71-72
[6] “Καθεζομένω ουν αυτώ εν τω σπηλαίω ώφθη αυτώ άγγελος Κυρίου και λέγει αυτώ. Παχώμιε, κατά τα σαυτόν κατώρθωσας, περιττώς ουν καθέζη εν τω σπηλαίω τούτω. Δεύρο τοίνυν εξελθών συνάγαγε πάντας τους νεωτέρους μονάζοντας και οίκησον μετ’ αυτών και κατά τον τύπον ον δίδωμί σοι ούτως αυτοίς νομοθέτησον”
[7] “Προς πολλά χρησιμοτέραν καταμανθάνω την επί το αυτό των πλειόνων διαγωγήν”
[8] Brown, California 1989, 103-152
[9]Ο 41ος κανόνας της εν Τρούλλω Αγίας Συνόδου ορίζει ως προϋπόθεση για την αναχώρηση στην έρημο την τριετή τουλάχιστον παραμονή του μοναχού μέσα σε κοινόβιο.
[10] Ευθυμιάδης, 2001, σ. 214
[11] Mango, 2002, σ. 138
[12] Σχετικοί νόμοι του Ρωμανού Α΄Λεκαπηνού ( 935), του Κωνσταντίνου Ζ’ ( 947) και του Νικηφόρου Φωκά (964).
[13] Παπαχρυσάνθου, 1992, σ. 99
[14] Brown, California 1989, σ. 194-195
[15] Beck, Αθήνα 2000, σ. 302
[16] Beck, Αθήνα 2000, σ. 301
Leave a Reply