Ο Calderon de la Barca μάς κληρονόμησε στο θέατρο πως η ζωή είναι όνειρο. Ο Rabelais μάς απέδειξε στον Γαργαντούα πως η ζωή είναι γέλιο, επειδή «το γέλιο είναι γνώρισμα τ’ ανθρώπου μόνο». Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ μάς εξήγησε πως καλές οι υπερβατικές ενατενίσεις, αλλά η καντάτα του καφέ χρειάζεται για να διακονείται και να υμνείται η γήινη απόλαυση. Και οι ανώνυμοι καμποτίνοι, ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί, μουζικάντηδες,ιεροκήρυκες και πορνοβοσκοί, θεούσες και ελευθεριάζουσες, πυροτεχνήματα της σάρκας, λευτέρωσαν το παιχνίδι της ζωής.Υπάρχουν παιχνίδια που παίζονται απόμερα, τη νύχτα, στα μουλωχτά, με ανατριχίλες, ψιθύρους και γελάκια. Αυτά τα λεγόμενα αμαρτωλά, όταν τα χέρια ψάχνουν, τα δάχτυλα ταράζονται, τα σώματα πλησιάζουν, η ανάσα κόβεται. Υπάρχουν τα παιχνίδια της μέρας, από ανατολής Ηλίου μέχρι δύσεως Σελήνης, τα γνωστά και συνήθη, ανταλλαγές βλεμμάτων, υπονοούμενα, αγγίγματα, στριμώγματα, αναμονές, προσκλήσεις για δείπνο, λογαριάζοντας την σαρκική πανήγυρι μετά την κατανάλωση κράσου και ηδυπότων.
Δεν απαιτούνται επιστημονικές γνώσεις για να πει κανείς πως το παιχνίδι, όποιο και αν είναι, δεν έχει τέλος, ενώ έχει κανόνες κάθε φορά που αρχίζει, σταματάει για λίγο να διορθώσει ή να δεχτεί ζαβολιές, διακόπτεται κάποια στιγμή για να αρχίσει πάλι συντόμως από εκεί όπου σταμάτησε, από εκεί όπου αρχίζει εκ νέου. Δεν χρειάζονται συμβουλές, επειδή κανένα παιχνίδι δεν παίζεται με έναν και μόνο παίκτη. Παίζεται από δύο παίκτες τουλάχιστον, από μικρές ή μεγάλες ομάδες, από κοντά ή εξ επαφής. Μεσολαβεί σύντομη ή μακρά περίοδος αναμονής, ώστε να γίνει προετοιμασία, να οριστούν οι στόχοι, οι κανονισμοί. Τίποτα από αυτά μπορεί να μην ισχύσει, επειδή το παιχνίδι έχει τη δική του εξέλιξη και δεν αφήνει νικητές και ηττημένους: την επόμενη φορά όλα ξεκινούν εξαρχής, όλα αλλάζουν. Το σπουδαίο είναι πως έτσι και αρχίσει το παιχνίδι, ανθίζουν οι μυρουδιές του ιδρώτα, του σάλιου, μεγαλύνονται η όσφρηση και η αφή, ευλογείται η όραση, εκρήγνυται η φωνή, που λέει και σημαίνει.
Κανείς δεν υπηρέτησε το παιχνίδι καλύτερα, πληρέστερα, αθωότερα, από τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο. Το υπηρέτησε παιδιάστικα, πάει να πει με σοβαρότητα που λανθάνει μετά την ενηλικίωση. Όλα τα κείμενά του, σύντομα, αλλά ευθύβολα, δίχως να περισσεύει καμία λέξη, κανένα σημείο στίξης, είναι διατυπώσεις κανόνων παιχνιδιού, περιγραφές παιχνιδιών, παρασπονδίες, καθώς και εντιμότητα παικτών, αναπάντεχα γυρίσματα τραγωδίας και κωμωδίας, ζαριές που έφεραν κέρδη και χασούρες, προαναγγελθέντες θανάτοι και αδόκητοι χαμοί. Όλα αυτά ως ύμνος της ζωής, γιατί το παιχνίδι είναι ομολογία ζωής, αποθέωση της διαδρομής του βίου, χαρά αυτής της διαδρομής, δέος πορείας. Homo ludens κατ’ εξοχήν, ήτοι «παίζων άνθρωπος» είναι ο Ηλίας. Έρρωσο, Ηλία!
Ο Ηλίας έπαιξε με τους φίλους του: τον Τάκη, τον Πρόδρομο, τον Γιώργη, στρατιωτικός γιατρός με στρατιωτικούς γιατρούς, με τη γραφειοκρατία, με τον θείο, τον πατέρα, τη μάνα, τους γνωστούς και συγγενείς. Δεν θα έπαιζε επιτυχώς αν δεν είχε τη Νιόβη, αφέτη, τροχονόμο, συνοδοιπόρο. Δεν θα έπαιζε με τη σοβαρότητα του παιδιού αν δεν είχε τις γάτες του, το μποστάνι του, στην Πάρο. Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ας ανοίξει το τεφτέρι της για να υμνήσει το παιχνίδι του Ηλία. Homo ludens, είπαμε. Προς ανάγνωση. Και μίμηση!
Leave a Reply