Η Παρία λίθος στη Βίβλο, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
A΄
Η υπέροχη για τη λευκότητά της, τη λεπτότητα των κόκκων της και τη διαύγειά της Παρία Λίθος, ο λυχνίτης, το μάρμαρο που σάρκωσε τόσα και τόσα αριστουργήματα της γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, φαίνεται ότι δεν θα μπορούσε να έχει κάποια τύχη ευνοϊκή στον ανεικονικό κόσμο του Ιουδαϊσμού, ούτε βεβαίως και στα ιερά κείμενά του, την Παλαιά Διαθήκη.
Παρά ταύτα θα συναντήσουμε αναφορά στην Παρία Λίθο σε δύο κείμενά της: 1) στο Α΄ βιβλίο των Παραλειπομένων και 2) στο βιβλίο της Εσθήρ.
Α1) Βιβλία των Παραλειπομένων Α΄ & Β΄ ονομάστηκαν στην Ελληνική Μετάφραση τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης Χρονικά. Οι εβδομηνταδύο Ελληνιστές Ιουδαίοι, οι οποίοι μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη από τα Εβραικά στην Κοινή Ελληνική, περί το 280 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και επί βασιλείας του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου, τα ονόμασαν Παραλειπόμενα, γιατί αυτά παρέχουν νέο ιστορικό υλικό, που δεν είχε καταγραφεί στα προηγούμενα ιστορικά βιβλία. Σ΄ αυτά γίνεται μια ανασκόπηση όλης της ιστορίας μέχρι του τέλους της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας το 538 π.Χ., οπότε και πιθανόν να γράφτηκαν. (Για τα βιβλία της Π. Διαθήκης βλ. Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήνα 1993)
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου Α’ Παραλειπομένων, το 29ο, αναφέρεται στα τελευταία γεγονότα της ζωής του Δαβίδ (περί το 995 π.Χ.). Γράφει ότι ο Δαβίδ, αφού συγκέντρωσε όλους τους αξιωματούχους του Ισραήλ έδωσε, σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, τις τελευταίες οδηγίες για την κατασκευή του Ναού. Έπειτα απευθυνόμενος στο γιο του Σολομώντα, του έδωσε τα ακριβή σχέδια του Ναού και πλήρη αναφορά του συγκεντρωμένου πλούτου για την κατασκευή του. Έτσι στο 2ο στίχο διαβάζουμε «κατὰ πᾶσαν τὴν δύναμιν ἡτοίμακα εἰς οἶκον Θεοῦ μου χρυσίον, ἀργύριον, χαλκόν, σίδηρον, ξύλα, λίθους σοόμ, καὶ πληρώσεως λίθους πολυτελεῖς καὶ ποικίλους καὶ πάντα λίθον τίμιον καὶ Πάριον πολύν». Δηλαδή «Μ΄ όλη μου τη δύναμη έχω ετοιμάσει για το ναό του Θεού μου χρυσό, άργυρο, χαλκό, σίδηρο, ξύλα, ονυχίτες λίθους και λίθους για την επένδυση, ακριβούς και ποικιλόχρωμους, και κάθε άλλο πολύτιμο λίθο, και πολύ Παρία Λίθο».
Αν η πληροφορία είναι ακριβής τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το Παριανό μάρμαρο είναι ήδη από τον 10ο π.Χ. αιώνα τόσο διάσημο, ώστε ο Βασιλιάς Δαβίδ να το παραγγείλει από την Ιερουσαλήμ για το Ναό του. Επίσης θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η εξόρυξη από την κοίτη του ποταμού Σκαρπαθιώτη, (απ’ όπου έχει προέλθει το υλικό πολλών Κυκλαδικών ειδωλίων των προηγούμενων αιώνων), έχει ήδη προχωρήσει στις στοές για μαζική παραγωγή. Και οι δύο υποθέσεις φαντάζουν κάπως ανίσχυρες.
Μια άλλη υπόθεση μας επιτρέπει να εικάσουμε τα εξής: Γνωρίζουμε ότι η Ιερουσαλήμ και ο πρώτος Ναός του Σολομώντα, αυτός που κατασκευάστηκε το 995, κατάστράφηκαν ολοσχερώς από το Ναβουχοδονόσωρα το 586 π.Χ., τότε που οι Ιουδαίοι σύρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Το 538, όταν ο βασιλεύς των Περσών Κύρος καταλαμβάνει τη Βαβυλώνα, με διάταγμά του επαναπατρίζει τους Ιουδαίους, οι οποίοι επιστρέφουν με το όραμα της ανοικοδόμησης του κατεστραμμένου ναού τους. Έτσι ο δεύτερος ναός του Σολομώντα κτίστηκε προς το τέλος του 6ου αιώνα, πριν από το 516, κάποιες δηλαδή δεκαετίες πριν από τη συγγραφή του βιβλίου των Παραλειπομένων. Την εποχή αυτή η Παρία Λίθος, όντως, είναι περίφημη σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και τα λατομεία του Μαραθιού βρίσκονται σε πλήρη δραστηριότητα. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η αναφορά στην Παρία Λίθο αφορά, μάλλον, σ’ αυτόν τον δεύτερο ναό.
Δυστυχώς και αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, μια που ο ναός αυτός και μετά την ανοικοδόμησή του από τον Ηρώδη τον Μέγα το 20 π.Χ. καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.
Α2. Το βιβλίο της Εσθήρ, γράφτηκε περίπου τον 4ο αιώνα και αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίζονται στο α΄ μισό του 5ου π.Χ. αιώνα. Το βιβλίο διηγείται την ιστορία της Ιουδαίας ηρωίδας Εσθήρ και του τρόπου με τον οποίο αυτή έσωσε τους Ιουδαίους της Περσίας από την επιβολή των εχθρών τους με την παρέμβασή της στο βασιλιά και σύζυγό της Αρταξέρξη.
Σημειωτέον ότι στο Εβραϊκό κείμενο, ως όνομα του βασιλιά αναφέρεται το Αχασβερός, το οποίο οι Ο΄ μετέφρασαν ως Αρταξέρξης, ενώ κάποιοι ιστορικοί τον ταυτίζουν με τον γνωστό μας Ξέρξη Α΄.)
Στο α΄ κεφάλαιο του τμήματος του πρωτοκανονικού κειμένου, γίνεται λόγος για τη δύναμη και τον πλούτο του βασιλιά των Περσών και στον 6ο στίχο δίνεται περιγραφή του πολυτελούς ανακτόρου στα Σούσα.
Εκεί γράφει: «κεκοσμημένῃ (η αυλή οίκου του Βασιλέως) βυσσίνοις καὶ καρπασίνοις τεταμένοις ἐπὶ σχοινίοις βυσσίνοις καὶ πορφυροῖς, ἐπὶ κύβοις χρυσοῖς καὶ ἀργυροῖς, ἐπὶ στύλοις παρίνοις καὶ λιθίνοις· κλῖναι χρυσαῖ καὶ ἀργυραῖ ἐπὶ λιθοστρώτου σμαραγδίτου λίθου καὶ πιννίνου καὶ παρίνου λίθου καὶ στρώμναι διαφανεῖς ποικίλως διηνθισμέναι, κύκλῳ ρόδα πεπασμένα·»
Δηλαδή: «Η Αυλή ήταν στολισμένη με σκηνές από Βύσσο λευκές και πράσινες, οι οποίες είχαν δεθεί με πορφυρά σχοινιά από βύσσο, με κρίκους χρυσούς και αργυρούς πάνω σε στύλους από Παρία Λίθο. Εκεί επίσης είχαν στηθεί κλίνες χρυσές και αργυρές στο λιθόστρωτο, το στρωμένο με πολύτιμους λίθους, δηλαδή σμαραγδίτη, πίννινον και Πάριο Λίθο. Πάνω σ’ αυτά υπήρχαν πολυτελέστατα στρώματα διανθισμένα ποικιλοτρόπως. Γύρω δε απ’ αυτά υπήρχαν σκορπισμένα ρόδα». Τόσο οι κίονες λοιπόν, όσο και το λιθόστρωτο ήταν από Παρία Λίθο.
Από τον καθηγητή Moshe Fischer έχει εκφραστεί η άποψη, πως αφού στο εβραϊκό κείμενο και των δύο παραπάνω βιβλίων δεν γίνεται αναφορά στην Παρία Λίθο, αλλά μόνο σε μάρμαρο, πιθανόν να πρόκειται για προσθήκη των μεταφραστών Ο΄, Γράφει συγκεκριμμένα: «μια που την εποχή που έγινε η μετάφραση, ακολουθώντας μια παράδοση της Ελληνικής Κλασσικής Γραμματείας, η Παρία Λίθος εχρησιμοποιείτο μεταφορικά για να δηλώσει το εξαιρετικό και απαστράπτον μάρμαρο».(Βλ. Moshe Fischer ‘ On Parian Pillars’ The Septuagint Translation of the Book of Esther 1,6”, Παρία Λίθος Συλλογικός τόμος, Αθήνα 2000, σ. 465)
Διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα αυτής της υπόθεσης, που αφορά και στα δύο κείμενα. Για το απόσπασμα από την Εσθήρ πρέπει να επισημάνουμε ότι περιγράφει το ανάκτορο στα Σούσα του 5ου π.Χ. αιώνος, το οποίο βεβαίως δεν είναι Ελληνιστικό, όπως το αποκαλεί, και δεν βρισκόταν στο Ισραήλ, αλλά στην Περσία.
Για δε το απόσπασμα από το βιβλίο των Παραλειπομένων πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όταν γίνεται η μετάφραση των Ο΄ (Αλεξάνδρεια 280 π.Χ.) γίνεται από Εβραίους Ελληνιστές για χάρη των Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν μεν χάσει κάποια επαφή με την Εβραϊκή γλώσσα, αλλά που γι’ αυτούς ο Ναός του Σολομώντα παρέμενε το κέντρο της Θρησκευτικής τους ζωής και ήταν γνωστή κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε σ΄ αυτόν. Να υπενθυμίσουμε ότι ο δεύτερος Ναός ανοικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 534 και 516 π.Χ. Έτσι εικάζουμε, ότι θα ήταν αδύνατον οι 72 εβραίοι σοφοί μεταφραστές να έδωσαν ψευδή πληροφορία για την προέλευση των μαρμάρων ενός τόσο σημαντικού και τόσο οικείου για αυτούς μνημείου. Θεωρούμε δε, όπως προείπαμε, ότι οι Ο΄ αναφέρονται στο 2ο Ναό του Σολομώντα, αυτόν που χτίστηκε μετά την επιστροφή από την Βαβυλώνιο αιχμαλωσία.
Βεβαίως, πέρα από τις όποιες υποθέσεις, μια βεβαιότητα αναδεικνύεται: Ότι η Παρία Λίθος έτσι όπως χρησιμοποιείται στα δύο κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, λαμπρύνεται ως σύμβολο της πλέον εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρου.
Β΄
Ο Χριστιανισμός, βγήκε ιστορικά μέσα από τα σπλάχνα του Ιουδαϊσμού, γεννημένος στο γεωγραφικό χώρο της Ιουδαίας, αλλά διαμορφώθηκε σε μια εποχή που η Ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία και αισθητική κυριαρχούν.
Η Εκκλησία από τις πρώτες μέρες της ύπαρξής της κλήθηκε να αναζητήσει το δικό της πρόσωπο στη σχέση της τόσο με τη Ρωμαϊκή πολιτική πραγματικότητα, όσο και με τον κυρίαρχο Ελληνικό πολιτισμό. Διέγραψε μια επώδυνη πορεία. Την πορεία αυτή παρακολουθεί κανείς μελετώντας τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Η παρουσία αναφορών, έστω και περιορισμένων, στην Παρία Λίθο μέσα στα συγγράμματα αυτά των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ιδιαίτερης σημασίας, γιατί, μέχρις ενός σημείου, αντανακλούν όψεις αυτής της πορείας από τη μια, και από την άλλη μαρτυρούν την διατήρηση της φήμης του Παριανού μαρμάρου μέσα στους αιώνες της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Ιστορίας.
Η Παρία λίθος, με τα εννέα διαφορετικά ονόματα, που στη διαδρομή των αιώνων χρησιμοποιήθηκαν για το Παριανό μάρμαρο, συναντάται σε 10 κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας και εκκλησιαστικών συγγραφέων. (Για τα διαφορετικά ονόματα της Παρίας Λίθου Βλ. Νίκος Αλιπράντης «Το παριανό μάρμαρο στην ιστορία και την τέχνη», Αθήνα 1996, σσ. 63-78)
Με κάποια χρονολογική σειρά αυτοί οι συγγραφείς ή τα κείμενα είναι:
- Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (2ος-3ος αιώνας – + πριν 215)
- Ο Εὐσέβιος Καισαρείας (265 – 340)
- Ο Προυδέντιος (348 – 413)
- Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, το λεξικό του οποίου συμπληρώθηκε από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας (5ος αι.)
- Σιδώνιος Απολλινάριος Γάϊος Σόλλιος, εκκλησιαστικός συγγραφέας επίσκοπος του Κλερμόν. (431-489)
- Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 – 565)
- Ισίδωρος αρχιεπίσκοπος Σεβίλλης (560-636)
- Φώτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως (820-893 μ.Χ.)
- Νικήτας ο Μάγιστρος (& Συμεών ο Μεταφραστής) (9ος ή 10ος αιώνας)
- Το Λεξικό του Σουίδα (10ος αιών)
Ελλείψει διαθέσιμου χρόνου, στην εισήγηση αυτή θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν εν συντομία τα αποσπάσματα τεσσάρων κειμένων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, τα οποία κρίνουμε ιδιαίτερης σημασίας: α. τα δύο αποσπάσματα από το έργο του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως «Προτρεπτικός προς Έλληνας», β) το απόσπασμα από το έργο του Ευσεβίου Καισαρείας «Ευαγγελική Προπαρασκευή», γ) το απόσπασμα από το έργο του Προκοπίου «Περί κτισμάτων» και δ) το απόσπασμα από το έργο του Νικήτα Μάγιστρου «Εις τον βίον της Αγίας Θεοκτίστης», έργο που θα συναντήσομε και στον Συμεώνα τον Μεταφραστή.
Β1. Κλήμεντος «Προτρεπτικός προς Έλληνας»
Ο Τίτος Φλάβιος Κλήμης, ο μεγαλύτερος θεολόγος της εποχής του, γεννήθηκε πιθανόν στην Αθήνα γύρω στο 150 μ.Χ. Φιλόσοφος και πολυμαθής, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια περί 180 μ. Χ. όπου υπήρξε μαθητής του Πάνταινου στην περίφημη Κατηχητική Σχολ. Περί το 200 μ.Χ. διαδέχεται τον Πάνταινο στη διεύθυνση της Σχολής, στην οποία δέχονταν μαθητές και μη χριστιανούς. Κατά το διωγμό του Σεπτιμίου Σεβήρου αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και να καταφύγει στην Καισάρεια, όπου οργάνωσε νέα Θεολογική Σχολή στα πρότυπα της Σχολής της Αλεξάνδρειας. Ο θάνατός του τοποθετείται πριν από το 215 μ.Χ. Ένα από τα πολλά συγγράματά του είναι και το ‘Προτρεπετικός προς Έλληνας’, από το οποίο είναι και τα δύο αποσπάσματά μας στα οποία γίνεται λόγος για την Παρία Λίθο.
Στην αρχή περίπου του 4ου κεφαλαίου, στη σελ. 40, όπου παρατίθεται μια σειρά γλυπτών και τα ονόματα των καλλιτεχνών που τα κατασκεύασαν, διαβάζουμε:
Απόσπασμα 1ο «…μή οὖν ἀμφιβάλλετε, εἰ τῶν Σεμνῶν Ἀθήνησι καλουμένων θεῶν τάς μέν δύο Σκόπας ἐποίησεν ἐκ τοῦ καλουμένου λυχνέως λίθου, …». (Κεφ. 4ο, Β.Ε,Π,Ε,Σ,τόμος 7ος, σ. 40, στ. 25-27)
Δηλαδή, «Μην έχετε αμφιβολία για το αν, από τις Θεές στην Αθήνα που αποκαλούνται Σεμνές, τις δύο πρώτες έφτιαξε ο Σκόπας από το λίθο που αποκαλείται λυχνίτης..»
Και κάποιες σελίδες παρακάτω, στη σελίδα 47, κι αφού ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του για το ότι τα είδωλα είναι έργα ανθρώπων διαβάζουμε:
Απόσπασμα 2ο « Τί δ’ ἄλλο χρυσός ἤ ἄργυρος ἤ ἀδάμας ἤ σίδηρος ἤ χαλκός ἤ ἐλέφας ἤ λίθοι τίμιοι; Οὐχί γῆ τε καί ἐκ γῆς; Οὐχί δέ μιᾶς μητρός ἔκγονα, τῆς γῆς, τά πάντα ταῦτα ὅσα ὁρᾷς; ….Καλός ὁ Πάριος λίθος, ἀλλ’ οὐδέπω Ποσειδῶν. Καλός ὁ ἐλέφας, ἀλλ΄ οὐδέπω Ὀλύμπιος. Ἐνδεής ἀείποτε ἡ ὕλη τῆς τέχνης, ὁ θεός δέ ἀνενδεής. ….χρυσός ἐστι τό ἄγαλμά σου, ξύλον ἐστίν, λίθος ἐστίν, γῆ ἐστιν, ἐάν ἄνωθεν νοήσῃς, μορφήν παρά τοῦ τεχνίτου προσλαβοῦσα. Γῆν δἐ ἐγώ πατεῖν, οὐ προσκυνεῖν μεμελέτηκα. Οὐ γάρ μοι θέμις ἐμπιστεῦσαί ποτε τοῖς ἀψύχοις τάς τῆς ψυχῆς ἐλπίδας. (Κεφ. 4ο Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 7ος σ. 46, στ. 19-33)
Δηλαδή «Γιατί τι άλλο είναι ο χρυσός και ο άργυρος ή το διαμάντι ή ο σίδηρος ή ο χαλκός ή το ελεφαντόδοντο ή οι πολύτιμοι λίθοι; Δεν είναι γη και δεν προήλθαν από τη γη; Δεν είναι όλα όσα βλέπεις παιδιά μιας μάνας, της γης όλα τούτα που όσα βλέπεις;..Είναι όμορφος-καλός ο Πάριος Λίθος, αλλά σε καμμιά περίπτωση ο Ποσειδώνας… Καλό είναι το ελεφαντόδοντο, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν είναι Ολύμπιο. Η ύλη χρειάζεται πάντα την τέχνη, όμως ο Θεός είναι ανενδεής….Αν έχεις νόηση άνωθεν, θα δεις ότι είναι χρυσός το άγαλμά σου, είναι ξύλο, πέτρα είναι, γη είναι, που έλαβε μορφή από τον καλλιτέχνη. Κι εγώ δεν έχω μάθει να προσκυνώ τη γη, αλλά να την πατώ. Γιατί για μένα δεν είναι θεμιτό να εμπιστεύομαι σε άψυχα τις ελπίδες της ψυχής».
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ακολουθεί την παράδοση των Απολογητών, οι οποίοι προβάλλουν την άποψη, πως κάθε όμορφο και αληθινό στον προχριστιανικό κόσμο προέρχεται από το Θεό και εντάσσεται στην προετοιμασία των λαών για το Χριστό. Αυτή η άποψη, που στον Ιουστίνο πήρε τη μορφή της διδασκαλίας για τον Σπερματικό Λόγο, επέτρεψε στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων να μετατρέψει εγκαταλελειμμένους ειδωλολατρικούς ναούς σε χριστιανικούς ή να προσλάβει σε δεύτερη χρήση αρχιτεκτονικά μέλη από κατεστραμμένους ειδωλολατρικούς ναούς.
Καλός ο Πάριος λίθος. Τι να αντιπροσωπεύει άραγε ο Πάριος Λίθος στη συλλογιστική του Κλήμεντος; Από τη συνάφεια όλης της πορείας της σκέψης του σ’ όλο το έργο μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως ο Πάριος λίθος αντιπροσωπεύει τόσο το τελειότερο μάρμαρο αγαλματοποιίας, όσο και την ίδια την τέχνη της γλυπτικής. Έτσι ο άγιος Πατέρας, διαχωρίζοντας τόσο έντονα και καθαρά, την ύλη και την τέχνη από την πίστη στους ειδωλολατρικούς θεούς, διασώζει τα αριστουργήματα της Ελληνικής τέχνης από την τυχόν μανία φανατικών απλοϊκών χριστιανών, οι οποίοι θα έβλεπαν σ’ αυτά τα σύμβολά των θεών στο όνομα των οποίων υφίστανται τις διώξεις και το μαρτύριο. Η πορεία αυτή θα ολοκληρωθεί ένα αιώνα αργότερα με τους Καππαδόκες Πατέρες.
Β2. Ευσεβίου Καισαρείας Ευαγγελική Προπαρασκευή.
Ο Ευσέβιος, ήταν επίσκοπος Καισαρείας Παλαιστίνης. (265/280- περί το 340), φίλος και βιογράφος του Μ. Κων/νου.
Στο 5ο βιβλίο της «Εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς» και στα κεφ. 10-13 ο Ευσέβιος επιτίθεται κατά των ειδώλων, σχολιάζοντας αποσπάσματα από την επιστολή του διάσημου σύγχρονού του Νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου του Τύριου προς τον Ανεβώ. Σ΄ αυτήν , ο Πορφύριος κάνει σκληρή κριτική στη λαϊκή θρησκευτικότητα της ειδωλολατρίας,.
Έτσι ο Ευσέβιος, αφού θα αναφέρει στο 11ο κεφ. « Ὅτι οἱ δαίμονες οὕς δή θεούς ὑπειλήφασιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν τάς οἰκείας περιεργίας», και στο 12ο κεφ. « Ὅτι καί τά ἀγάλματα μαγικῶς αὐτοί κατασκευάζειν ἐδίδαξαν», έρχεται στο 13ο κεφ. να συμπληρώσει «Ὅτι καί τάς μορφάς τῶν ξοάνων αὐτοί κατέδειξαν». (Βιβλίο 5ο, κεφ. Ιγ΄ 3-4 Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 25ος, σ. 165)
Στους στίχους μάλιστα, στ. 16- 26 γράφει:
«… καί τῆς Ἑκάτης δέ ταῦτα περί αὑτῆς λεγούσης τέθειται.
«ἤδη μοι σύ γε πάντα ποίει. Ξόανον δέ ἐν αὐτῷ
μορφή μοι πέλεται Δημήτερος ἀγλαοκάρπου,
εἵμασι παλλεύκοις, περί ποσί δέ χρυσοπέδιλος·
ἀμφί δέ τῇ ζώνῃ δολιχοί προθέουσι δράκοντες,
ἴχνεσιν ἀχράντοισιν ἐφερπύζοντες, ἄνωθεν,
αὐτῆς ἐκ κεφαλῆς ἀρτώμενοι εἰς πόδας ἄκρους,
σπειρηδόν περί πᾶσαν ἑλισσόμενοι κατά κόσμον».
ὕλη δέ, φησίν,
«ἡ Παρίοιο λίθου, ἤ εὐξέστου ἐλέφαντος»
Δηλαδή, το υλικό να είναι Πάριος Λίθος ή ευκολολάξευτο ελεφαντόδοντο.
Μ΄ αυτό τον τρόπο, διαφοροποιούμενος από την ως τότε παράδοση, περνά μια κάπως επιθετική στάση των χριστιανών απέναντι όχι μόνο στα είδωλα, αλλά ακόμη και απέναντι στο υλικό που είναι φτιαγμένα. Εκλεκτότερο υλικό όλων, η Παρία λίθος και το ελεφαντόδοντο. Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω, πως ευτυχώς, η άποψή του παρέμεινε περιθωριακή μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση.
Β3. Προκοπίου (500 – 565) Περί κτισμάτων.
Το Περὶ κτισμάτων έργο του Προκοπίου από την Καισάρεια, μάλλον ημιτελές έργο, σε 6 βιβλία, αναφέρεται στο σπουδαίο οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού Α΄, και έχει χαρακτήρα εγκωμιαστικό.
Στο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου και αμέσως μετά από την περιγραφή του Ναού της Αγίας Σοφίας διαβάζουμε για το Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών τα ακόλουθα:
«3…ἀλλὰ νῦν, ὅπερ εἶπον, τὰ ἐπὶ Βυζαντίου ἱερά μοι γεγράψεται. τὸν μὲν οὖν ἕνα τῆς θεοτόκου νεὼν ᾠκοδομήσατο πρὸ τοῦ περιβόλου ἐν χώρῳ καλουμένῳ Βλαχέρναις· αὐτῷ γὰρ λογιστέον καὶ τὰ Ἰουστίνῳ εἰργασμένα τῷ θείῳ, ἐπεὶ καὶ αὐτοῦ τὴν βασιλείαν κατ’ ἐξουσίαν αὐτὸς διῳκεῖτο· ἐπιθαλάσσιος δὲ ὁ νεώς ἐστιν, ἱερώτατος τε καὶ σεμνὸς ἄγαν, ἐπιμήκης μέν, κατὰ λόγον δὲ περιβεβλημένος τῷ μήκει τὸ εὖρος, τά τε ἄνω καὶ τὰ κάτω ἄλλῳ οὐδενὶ ἀνεχόμενος ὅτι μὴ τμήμασι λίθου Παρίου ἐν κιόνων λόγῳ ἐνταῦθα ἑστῶσι. 4 καὶ τὰ μὲν ἄλλα τοῦ νεὼ μέρη κατ’ εὐθὺ ἑστᾶσιν οἱ κίονες, κατὰ δὲ τὰ μέσα ὑποστέλλονται εἴσω. 5 μάλιστα δὲ ἂν τις ἀγασθείη τοῦ ἱεροῦ τοῦδε εἴσω γενόμενος τὸ μὲν p40 ὑπέρογκον τοῦ σφαλεροῦ χωρὶς τεταγμένον ὁρῶν, τὸ δὲ μεγαλοπρεπὲς τοῦ ἀπειροκάλου ἐλεύθερον». (Προκοπίου Περί κτισμάτων, Teubner Α΄ 3γ΄ 3-5)
Ὁ ναὸς των Βλαχερνών, δίπλα στὸν Κεράτιο, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, με τους κίονες από Παρία Λίθο, υπήρξε το πιο γνωστὸ και φημισμένο ιερό της Παναγίας στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ διαρκή ακτινοβολία σ᾽ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Τὸ ναό πρωτοέχτισε ἡ αυτοκράτειρα Πουλχερία και ο Μαρκιανός μεταξύ των ετών 450-453, Επί Λέοντος Α´ (457-474) ὁ ναός απέκτησε το «άγιο λούσμα», το ἁγίασμα και το παρεκκλήσιο της Ἁγίας σορού. Επί Ιουστίνου Α΄(518-527) θείου του Ιουστινιανού, ο Ιουστινιανός τροποποίησε καὶ τελειοποίησε τὸ αρχικό οικοδόμημα. Στην περιγραφή του ο Προκόπιος, αφήνει την εντύπωση, πως στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες από Παρία Λίθο. Ἡ ανακαίνιση αὐτή, ἐπὶ Ιουστίνου Α´, περιλαμβάνεται καὶ σὲ δύο επιγράμματα τῆς Παλατινῆς Ανθολογίας.
Ύστερα ἀπὸ τὴν πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τὰ πάντα ερειπώθηκαν καὶ ερημώθηκαν. Έμεινε μόνο ὁ χώρος τοῦ αγιάσματος.
Γνωρίζουμε ότι οι κολώνες του Ναού της Παναγίας Εκατονταπυλιανής και του κιβωρίου της είναι φτιαγμένες από μάρμαρο Προκοννήσου. Πόσο εύλογο είναι να εικάσουμε ότι η Παναγία των Βλαχερνών και η Εκατονταπυλιανή κτίζονται συγχρόνως και ότι τα πλοία που κουβάλησαν από την Κων/πολη τα μάρμαρα Προκοννήσου για την Εκατονταπυλιανή, μετέφεραν στη Βασιλεύουσα τα μάρμαρα της Παρίας Λίθου για τις κολόνες της Παναγίας των Βλαχερνών;
Β4.
Θα τελειώσω με το βιβλίο «Εις τον Βίον της οσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας» του Νικήτα Μάγιστρου (αρχές 10ου αι. ), το οποίο επανελήφθη σχεδόν αυτούσιο αργότερα στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα από τον Συμεώνα τον Μεταφραστή. Αναφέρομαι στα αποσπάσματα, που αφορούν στον μισοκατεστραμένο τότε Ναό της Παναγίας Εκατονταπυλιανής και τα οποία αποτελούν ύμνο στην Παρία Λίθο.
Εκεί, ο Νικήτας περιγράφοντας τα θωράκια από Παρία Λίθο πάνω από τις κιονοστοιχίες γράφει: «Ἦν ἄρα τις ἀξιοθέατος καί λείψανα σώζων ἔτι τῆς παλαιᾶς ὡραιότητος· Σύμμετρος γάρ ἐδεδόμητο πάντοθεν καί κίοσι συχνοῖς τοῖς ἐκ βασιλικοῦ ἠρήρειστο λίθου, πριστῷ τε λίθῳ πάντα τοῖχον ἠμφίεστο παραπλησίως τοῖς κίοσιν. Εἰς τοσοῦτον δέ τόν λίθον λεπτύνας ἐξύφανεν ὁ τεχνίτης, ὡς δοκεῖν ἐξ ὑφασμάτων τόν τοῖχον ἐνδεδύσθαι βυσσίνων. Τό δέ μαρμαῖρον τοῦ λίθου τοσαύτην ἐνέφαινε τήν ὑγρότητα καί μαρμαρυγήν, ὡς καί μαργάρων στιλβηδόνα νικᾶν· τοσοῦτον τόν περιόν ὑπῆρχε τοῦ λίθου, μᾶλλον δέ ἡ σπουδή τοῦ τεχνίτου, ὅς καί τό κάλλος ἐφιλονείκησε τῇ φύσει προσνεῖμαι».
Ακόμη περισσότερο τον εντυπωσιάζει το μισο-κατεστραμμένο, τότε, κιβώριο της αγίας τραπέζης. Για τον ουρανό του κιβωρίου από Παρία Λίθο γράφει:
§ 4 «Ὡς δέ καί τῆς σεβαστῆς καί θείας τραπέζης τό «ὑπερκείμενον ὀρόφιον εἴσω τῆς πύλης ἑωράκαμεν, κατεπλάγημεν τῆς τερπνότητος· οὐδέ γάρ ἐῴκει λίθου φύσιν ἔχει τό τόρευμα, οὐδέ σιδήρῳ καί τέχνῃ λελαξεῦσθαι καί χείρεσιν, ἀλλ’ οἷά τινι γάλακτι ὀπῷ φυραθέντι καί πρός τό σχῆμα τοῦ στέγους μεμηχανημένου τοῦ χεύματος… τοιούτῳ ποτέ ἐγώ λίθῳ τεθέαμαι διφρηλατοῦσαν ἐπί ταύροις Σελήνην. Τό μέν οὖν ἔκειτο τεθραυσμένον, ἡμεῖς δέ συνεθέομεν καί παριστάμεθα καταρώμενοι καί παντοίως τόν συντρίψαντα λοιδορούμενοι· καί γάρ ἦν τι χρῆμα καί ἄξιον οἴκῳ Θεοῦ κειμήλιον καί ἀνάθημα». (H. Delehaye et P. Peeters, Acta Sanctorum Novembris, IV, Bruxellis 1925, σ. 226-227).
Το ορόφιον του κιβωρίου, γράφει, δεν έμοιαζε να έχει γίνει από μάρμαρο ή να έχει λαξευθεί από ανθρώπινα χέρια και εργαλεία, αλλά φαινόταν σαν να ήταν φτιαγμένο από πηγμένο γάλα που είχε χυθεί (σε καλούπι) στο σχήμα του στεγάστρου.
Κατά την Αγγελική Μητσάνη, το παλαιοχριστιανικό κιβώριο της Καταπολιανής απετελείτο από διαφορετικής προελεύσης μάρμαρο, εισαγόμενο πιθανώς προκοννήσιο και ντόπιο παριανό. Τα κιονόκρανα είναι έργα έμπειρων τεχνιτών από την Κωνσταντινούπολη, από όπου και εστάλησαν, μάλλον έτοιμα γύρω στο 540. Αλλά οι βάσεις, τα επιστύλια και ο ουρανός κατασκευάσθηκαν στην Πάρο από μάρμαρο εγχώριο και προδίδουν την εργασία του τοπικού εργαστηρίου. Κάτι παρόμοιο όπως και στον Ιουστινιάνειο ναό του Αγίου Ιωάννου στην Έφεσο.
(Βλ. Αγγελική Μητσάνη, Το παλαιοχριστιανικό κιβώριο της Κατοπολιανής Πάρου. Δελτίον XAE 19 (1996-1997), Περίοδος Δ’• ΑΘΗΝΑ 1997, σ. 330 & 333. Βλ. επίσης Η. Η. Jewell and F. W. Hasluck, The church of Our Lady of the Hundred Gates, London1920, Θ. Αλιπράντης, Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, Θεσσαλονίκη 1993, Ά. Κ. ‘Ορλάνδος, «Ή πρόσφατος άναστήλωσις της Καταπολιαν ής τής Πάρου, Πορίσματα ερευνών και νέα ευρήματα», ΕΕΚΜ 5 (1965-66), και «Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος»,Πρακτικά Συνεδρίου, Πάρος 1998).
Ευχαριστώ τους Φίλους της Πάρου και τους συνδιοργανωτές αυτής της Ημερίδας για την ευκαιρία που μου έδωσαν να εισηγηθώ ένα τέτοιο θέμα.
Εδώ θα ήθελα να πω ότι, το γεγονός ότι η Παρία Λίθος απουσιάζει από όσα Πατριστικά Λεξικά έχω υπ’ όψιν μου, , ακόμη και τα πληρέστερα, όπως αυτό του G.W.H. Lampe. καθιστά το έργο του εντοπισμού αυτών των αναφορών επίπονη. Έτσι η μόνη οδός που απομένει για να βρούμε κι άλλες αναφορές στην Παρία Λίθο, μέσα στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας και Εκκλησιαστικών συγγραφέων είναι η άμεση επαφή και μελέτη αυτών των συγγραμμάτων.
Leave a Reply