Πιστοί στην υπόσχεσή σας να μοιραστούμε μαζί σας το καλλιτεχνικό έργο του παριανού κεραμίστα Στέλιου Γκίκα, συνοδευόμενο από το εμπνευσμένο κείμενο του ιερωμένου Ευάγγελου Βαλαντάση, συνεχίζουμε με την παρουσίαση του μοναστικού βίου.
Η δομή ενός μοναστηριού
Τα ορθόδοξα μοναστήρια αποτελούν φρούρια προσευχής. Απέξω μοιάζουν κυριολεκτικά με φρούρια, με τους ψηλούς τοίχους, τα ψηλά παράθυρα και την, συνήθως, πολύ μικρή και καλά προστατευμένη πόρτα. Αυτά τα εξωτερικά τείχη περικλείουν μια ολόκληρη πόλη. Στο κέντρο κάθε μοναστηριού υπάρχει η εκκλησία, που λέγεται «καθολικό», το μέρος όπου συναντιούνται όλοι. Αυτό σημαίνει και η λέξη, άλλωστε. Στο καθολικό συγκεντρώνονται οι μοναχοί για την προσευχή και για τις ακολουθίες τους κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Η παράδοση θέλει τον επισκέπτη πρώτα να μπαίνει την εκκλησία και να προσεύχεται, και μετά να κάνει οτιδήποτε άλλο.
Ο εξωτερικός τοίχος περικλείει και έναν ανοιχτό χώρο. Εδώ συχνά βρίσκει κανείς ένα δέντρο απ’ όπου κρέμεται το σήμαντρο της εκκλησίας, άνθη, αψιδωτά προστεγάσματα που παρέχουν σκιά και χώρο για συνάντηση και πνευματική καθοδήγηση. Οι μοναχοί συνήθως χτίζουν τα κελιά τους στον επάνω όροφο, για να είναι μακριά από τον πιο πολυσύχναστο κάτω όροφο. Τα κελιά, όπου οι μοναχοί διαβάζουν, κοιμούνται και προσεύχονται όταν δεν είναι στο παρεκκλήσι και δεν κάνουν άλλες δουλειές, είναι πολύ λιτά: ένα κρεβάτι, ένα ράφι, ένας γάντζος για να κρεμούν πράγματα, μια εικόνα, και μερικές φορές ένα μικρό γραφείο. Συχνά τα κελιά δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, κι έτσι το μοναδικό φως για διάβασμα μπαίνει από το μικρό παράθυρο.
Στον κάτω όροφο, κάτω από τα κελιά των μοναχών, βρίσκεις τους κοινόχρηστους χώρους: μια αίθουσα επισκεπτών, που συνήθως διακοσμείται με φωτογραφίες παλιών ηγουμένων και επισκόπων που σχετίζονται με το μοναστήρι, την τραπεζαρία, την κουζίνα, τις αποθήκες τροφίμων, μια βιβλιοθήκη, και τώρα πια μια αίθουσα ηλεκτρονικού υπολογιστή (ναι, όταν επέτρεψαν τη χρήση ηλεκτρισμού έπεσε και αυτό το οχυρό). Αυτοί οι χώροι είναι που συνήθως βλέπει ο επισκέπτης, ενώ η είσοδος στα κελιά των μοναχών απαγορεύεται.
Τα μοναστήρια είναι αυτάρκη. Κατ’ αυτή την έννοια, μοιάζουν με οχυρωμένες πόλεις. Οτιδήποτε χρειάζονται οι μοναχοί για τη σωματική και πνευματική τους υγεία βρίσκεται μέσα σ’ αυτούς τους ψηλούς τοίχους. Σπάνια βγαίνουν από τον ιερό τους χώρο, και ακόμη και τότε το κάνουν με μεγάλο φόβο, γιατί έξω οι βουλές του Θεού παραμένουν κρυμμένες, ενώ μέσα ο Θεός υπάρχει παντού.
Το μοναχικό ράσο
Οι μοναχοί, άντρες και γυναίκες, φορούν ένα ιδιαίτερο ένδυμα που λέγεται ράσο. Το χαρακτηριστικό ντύσιμο δηλώνει τη νέα τους ταυτότητα. Ο μοναχός παίρνει το ράσο μετά από μια δοκιμαστική περίοδο μέσα στην κοινότητα, κατά την οποία ο ηγούμενος προσπαθεί να διακρίνει αν ο επίδοξος μοναχός έχει όντως τη εσωτερική επιθυμία και το «κάλεσμα» να γίνει μοναχός στην κοινότητα. Αυτή η δοκιμαστική περίοδος συνήθως διαρκεί από τρεις έως έξι μήνες. Μετά, το ράσο ευλογείται και ο δόκιμος, πλέον, μοναχός πρέπει να το φορά συνεχώς μέχρι να χειροτονηθεί και να πάρει τον όρκο να ζήσει τη μοναστική ζωή.
Το ράσο αποτελείται από δυο μέρη: ένα κάλυμμα του κεφαλιού κι ένα κάλυμμα του σώματος. Για τις γυναίκες, το κάλυμμα του κεφαλιού είναι ένα τυλιγμένο μαντήλι, που καλύπτεται από ένα πέπλο. Για τους άντρες, είναι ένας απλός σκούφος. Συνήθως, στον αντρικό σκούφο και στο γυναικείο πέπλο υπάρχει κεντημένος ένας κόκκινος σταυρός. Το κάλυμμα του σώματος είναι ένα μακρύ μαύρο ένδυμα που φοριέται πάνω από τα καθημερινά ρούχα. Είναι φτιαγμένο από φτηνό μαύρο ύφασμα και πρέπει να είναι τραχύ και ανεπεξέργαστο. Ο σταυρός δηλώνει πως είναι άνθρωποι που έχουν πεθάνει με την παλιά τους ιδιότητα και τώρα ζουν μόνο υπό το σημείο του σταυρού με τη νέα τους ιδιότητα, ως μοναχοί. Το ράσο δηλώνει πως τους έχει ντύσει ο Θεός και τους έχει κάνει νέους, διαφορετικούς ανθρώπους.
Το σχήμα
Όταν ένας μοναχός έχει ζήσει σαν δόκιμος για κάποια χρόνια και έχει αποδείξει την ικανότητά του να ζήσει με τη νέα ταυτότητα που του έχει δώσει ο Θεός, ο ηγούμενος και η κοινότητα τον επιλέγουν για να γίνει πλέον κανονικός μοναχός εφ’ όρου ζωής, κάτι που συμβολίζεται από την απονομή του μεγάλου σχήματος, ένα ένδυμα που φοριέται πάνω από το ράσο αλλά κάτω από το εξωτερικό σακάκι που φορούν συνήθως οι μοναχοί όταν βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Ιστορικά, το σχήμα ήταν ένα κομμάτι προβιάς στολισμένο με κεντημένα σύμβολα, που ο μοναχός έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Εκείνη η προβιά εξελίχθηκε, με το πέρασμα των αιώνων, σε μια κεντημένη ποδιά που δένεται πάνω από το ράσο με τέσσερα μακριά κορδόνια, δυο πάνω από τους ώμους και δυο γύρω από τη μέση.
Το μεγάλο σχήμα (το μικρό είναι το ίδιο το ράσο) έχει πάντοτε πάνω του τα ίδια σύμβολα. Είναι ένας μεγάλος ορθόδοξος σταυρός κεντημένος με κόκκινη κλωστή. Ο σταυρός εκτείνεται σε όλο το μήκος της ποδιάς. Στο κάτω μέρος του σταυρού υπάρχει μια βάση με μια νεκροκεφαλή, που συμβολίζει το θάνατο που επήλθε με το αμάρτημα του Αδάμ. Στη μια πλευρά υπάρχει η μακριά λόγχη που τρύπησε το σώμα του Ιησού, στην άλλη το καλάμι με το σφουγγάρι που του έδωσαν χολή να πιει.
Στην κορυφή του σχήματος είναι κεντημένα τα αρχικά γράμματα μιας μυστικής ρήσης που δίνεται στο μοναχό κατά τη χειροτονία του για να του τη θυμίζει πάντοτε. Το κέντημα, αν και μακάβριο, δείχνει με δραματικό τρόπο την εσταυρωμένη ζωή του ανθρώπου που πεθαίνει κάθε μέρα ώστε να μπορεί να γεννηθεί ο θεωμένος και τέλειος άνθρωπος που θέλει ο Θεός.
Το τάλαντο
Οι μοναχοί πάντοτε φορούν το μεγάλο σχήμα στον πρώτο εσπερινό της Κυριακής (το βράδυ του Σαββάτου), σε όλη τη νυχτερινή αγρυπνία, και όλη την Κυριακή. Αν είσαι τυχερός, θα δεις το σχήμα αν ο μοναχός περάσει από δίπλα σου και ο άνεμος ανοίξει το πανωφόρι του για να φανερώσει λίγο αυτό το μυστηριώδες και ιερό σύμβολο.
Οι μοναχοί προσεύχονται και κοιμούνται σε ασυνήθιστες ώρες. Έχοντας κάνει τη νύχτα προσευχή, καθώς προσεύχονται από τις 2:30 π.μ. περίπου ως το ξημέρωμα και τις πρωινές ώρες εργάζονται, χρειάζονται κάποια βοήθεια για να ξυπνήσουν από τον ολιγόωρο ύπνο που κάνουν μετά το απόδειπνο, την τελευταία ακολουθία της ημέρας, που τελειώνει γύρω στις 9 μ.μ., και τις τελευταίες ατομικές προσευχές της ημέρας, που διαρκούν περίπου ως τις 10 μ.μ.. Το τάλαντο είναι το ξυπνητήρι των μοναχών.
Αν κοιτάξεις προσεκτικά στον περίβολο ενός μοναστηριού, κάπου θα το δεις. Είναι μια ξύλινη σανίδα, την οποία χτυπά ένας μοναχός με ένα ξύλινο σφυρί. Οι μοναχοί πάντοτε χτυπούν το τάλαντο με ένα συγκεκριμένο ρυθμό που επιτρέπει στον κοιμισμένο μοναχό πρώτα να σηκωθεί, μετά να προσευχηθεί, και μετά να ετοιμαστεί για την προσευχή της νυχτερινής αγρυπνίας. Στην αρχή τα χτυπήματα είναι γρήγορα, και μετά ο ρυθμός πέφτει καθώς πλησιάζει η ώρα της αγρυπνίας, ώστε οι μοναχοί μέσα στα σκοτεινά δωμάτιά τους να ξέρουν ακριβώς πόση ώρα έχουν στη διάθεσή τους ώσπου να φτάσουν στο παρεκκλήσι.
Έτσι, ένας μοναχός στο μοναστήρι πρέπει πάντοτε να μένει ξύπνιος ως την ώρα της προσευχής, για να αρχίσει να χτυπά το τάλαντο για να ξυπνήσει τους υπόλοιπους. Συχνά, αυτός ο μοναχός πρέπει να μάθει να διαβάζει το φως του ουρανού, γιατί συχνά οι μοναχοί δεν έχουν ούτε ρολόγια ούτε ξυπνητήρια – η μοναστική πενία δεν τα επιτρέπει. Έτσι, ένας μοναχός παρατηρεί προσεκτικά τον ουρανό ή έχει κάποια κλεψύδρα που υπολογίζει την ώρα με άμμο, ώστε το τόσο σημαντικό ξύπνημα των μοναχών να γίνει ακριβώς την ώρα που πρέπει.
Η μοναστική προσευχή
Το λειτούργημα του μοναχού απαιτεί να προσεύχεται συνεχώς και ακαταπαύστως. Ο μοναχός επιτυγχάνει αυτή τη συνεχή κατάσταση προσευχής με δύο τρόπους – ατομικά και συλλογικά. Η μοναστική κοινότητα συγκεντρώνεται για συλλογική προσευχή επτά φορές την ημέρα, και μια φορά τη νύχτα. Οι συλλογικές προσευχές λέγονται ώρες, και μετρώνται με τον αρχαίο τρόπο υπολογισμού των ωρών της ημέρας: Όρθρος (την ανατολή), Πρώτη Ώρα, Τρίτη Ώρα (γύρω στις 9 π.μ.), Έκτη Ώρα (γύρω στο μεσημέρι), Ενάτη Ώρα (γύρω στις 3 μ.μ.), Εσπερινός (στη δύση του ήλιου), Απόδειπνο (πριν την κατάκλιση), και η νυχτερινή αγρυπνία (συνήθως ξεκινά γύρω στις 3 π.μ. και διαρκεί ως τι πρωί, λίγο πριν τον Όρθρο). Αυτές τις ώρες, οι μοναχοί απαγγέλλουν μέσα σε μια εβδομάδα ολόκληρο το βιβλίο των Ψαλμών, πράγμα που σημαίνει πως η βιβλική γλώσσα είναι η κύρια γλώσσα της προσευχής. Είναι σαν να μιλούν στο Θεό χρησιμοποιώντας τις λέξεις που έδωσε ο ίδιος ο Θεός μέσω της Βίβλου.
Η ατομική προσευχή και η περισυλλογή λαμβάνουν χώρα στο κελί του μοναχού. Η περισυλλογή περιλαμβάνει ένα είδος συνεχούς στοχασμού πάνω σε ένα απόσπασμα από τις γραφές ή κάποια άλλη αποκάλυψη του Θεού (μια εικόνα, μια εορτή, ένα κείμενο κάποιου παλιού ιερομόναχου). Αυτός ο συνεχής στοχασμός θυμίζει την αγελάδα που μηρυκάζει – ο μοναχός λαμβάνει πνευματική τροφή στο παρεκκλήσι ή στα αναγνώσματά του, και αργότερα συνεχίζει να την «μασά» για να θρέψει την ψυχή του. Έτσι, συχνά ο μοναχός στοχάζεται πάνω σε μια λέξη, προφορική ή γραπτή, και εστιάζει ολόκληρη την προσοχή του σε αυτήν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου να εξερευνήσει πλήρως το νόημά της και να κατανοήσει πλήρως τον συμβολισμό της. Μερικές εργασίες, όπως η αγιογράφηση και η αντιγραφή χειρογράφων, απαιτούν από το μοναχό να βυθιστεί στην προσευχή και τη νηστεία. Αυτή η εκούσια σύνδεση του έργου με την προσευχή γίνεται φανερή στην μεγαλειώδη πνευματική ομορφιά των έργων.
Η πρωταρχική εργασία του μοναχού είναι η προσευχή, αλλά αφού πρέπει να συντηρεί και τον εαυτό του με αγροτικές και άλλες εργασίες, ο μοναχός πρέπει επίσης να μάθει να κάνει την εργασία του προσευχή. Ο μοναχός δεν μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην εργασία και την προσευχή, οπότε η εργασία του πρέπει να γίνει μια μορφή προσευχής. Οι παλαιοί μοναχοί έπλεκαν ψάθινα αντικείμενα γιατί η χειρωνακτική εργασία τους επέτρεπε να προσεύχονται και να διαλογίζονται καθώς κάθονταν και έπλεκαν μέσα στα κελιά τους. Οι σύγχρονοι μοναχοί μαθαίνουν να προσεύχονται την ώρα που καλλιεργούν τη γη ή μαζεύουν φρούτα και λαχανικά, ή περπατούν στο δρόμο. Ό,τι κάνει ο μοναχός, πρέπει να γίνεται προσευχή !
Η Προσευχή του Ιησού
Εδώ και αιώνες, μοναχοί και ευλαβείς λαϊκοί χρησιμοποιούν τη συνεχή επανάληψη του ονόματος του Ιησού ως την κύρια μορφή ατομικής προσευχής. Η προσευχή είναι η εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Οι μοναχοί απαγγέλλουν αυτή την προσευχή ξανά και ξανά, εκατοντάδες ή χιλιάδες φορές στη σειρά, για να στρέψουν το νου τους ολοκληρωτικά προς το Θεό. Η προσευχή αυτή θέτει τον πιστό σαν αμαρτωλό μπροστά στον ελεήμονα Θεό, και έτσι ακριβώς νιώθουν τους εαυτούς τους οι μοναχοί, σαν απλούς αμαρτωλούς ανθρώπους που χρειάζονται απελπισμένα το θείο έλεος.
Ο σκοπός της απαγγελίας της προσεχής του Ιησού είναι να γεμίσει το νου με την ανάμνηση του Θεού. Να κάνει το μυαλό να απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό που το μόνο που θα γνωρίζει και θα αγαπά να είναι ο Θεός. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό.»
Για να ρυθμίσουν την ταχύτητα και τη συχνότητα της προσευχής, οι μοναχοί χρησιμοποιούν ένα κομμάτι σχοινί που λέγεται «μετάνοια». Αυτό το σχοινί, που συνήθως έχει φτιαχτεί σαν πράξη προσευχής από έναν άλλο μοναχό, έχει 25, ή 50, ή 100, ή 500 ή 1000 κόμπους με κάποιες χάντρες ανάμεσα, που σπάνε την περίοδο της προσευχής σε μικρότερα τμήματα. Κάθε κόμπος αντιπροσωπεύει μια επανάληψη της προσευχής του Ιησού, με αργό ρυθμό και ελεγχόμενη εισπνοή και εκπνοή. Στις χάντρες, ο μοναχός μπορεί να πει κάποιες άλλες προσευχές, ή απλώς να αναπνεύσει κανονικά για λίγη ώρα, και μετά να συνεχίσει την προσευχή του Ιησού.
Η μοναστική τροφή
Αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να προσκληθείς σε γεύμα σε κάποιο μοναστήρι, μη χάσεις την ευκαιρία. Ως επισκέπτης, θα φας βασιλικά – σπιτικό ψωμί, φακές σούπα, ρεβιθοκεφτέδες, σπιτικό τυρί, ελιές, λάδι και κρασί που έχουν φτιάξει οι ίδιοι οι μοναχοί. Είναι όλα πλούσια σε γεύση, και οι μοναχοί ξέρουν από φιλοξενία.
Οι ίδιοι οι μοναχοί, όμως, βρίσκονται σε σχεδόν διαρκή νηστεία. Σπάνια τρώνε κρέας. Συνήθως τρώνε ένα γεύμα την ημέρα, μετά την ενάτη και πριν τον εσπερινό, και αυτό σιωπηλά μέσα στην τραπεζαρία, ενώ ένας μοναχός τους διαβάζει από κάποιο ιερό βιβλίο. Το γεύμα αποτελείται συνήθως από φασόλια ή βραστά λαχανικά και ψωμί, ίσως και μερικές ελιές. Η νηστεία τους συνήθως αποκλείει τα γαλακτοκομικά προϊόντα, κι έτσι το γάλα και το τυρί επιτρέπονται μόνο σε συγκεκριμένες γιορτές και ειδικές περιστάσεις. Τρώγοντας μέσα σε σιωπή, έχουν την τάση να τρώνε πολύ λίγο, όσο χρειάζεται το σώμα για να μπορεί να προσεύχεται και να εργάζεται μέσα στην προσευχή.
Οι τραπεζαρίες έχουν συνήθως δυο μακρόστενα τραπέζια τοποθετημένα παράλληλα, που ενώνονται στη μια άκρη τους με το τραπέζι του ηγούμενου. Οι μοναχοί που εκτελούν χρέη σερβιτόρου περιμένουν να τελειώσουν όλοι το φαγητό τους, και μετά τρώνε οι ίδιοι. Όλα αυτά μέσα στη σιωπή, έτσι που ακόμη και η λήψη του φαγητού γίνεται γι’ αυτούς μια μορφή προσευχής.
Οι ορθόδοξοι κανόνες νηστείας διαφέρουν από τους κανόνες των δυτικών Χριστιανών. Η ορθόδοξη νηστεία μοιάζει περισσότερο με την τήρηση των εβραϊκών νόμων περί καθαρότητας. Πρόκειται για πλήρη αποχή από κρέας και από οτιδήποτε προέρχεται από ζώο, όπως γάλα και άλλα γαλακτοκομικά, και λάδι. Τα ψάρια συχνά τρώγονται αντί για κρέας στις γιορτές αλλά, επειδή έχουν κυκλοφορικό σύστημα που μοιάζει με των ζώων, οι μοναχοί τα αποφεύγουν. Οι ορθόδοξοι λαϊκοί μπορούν να απολαμβάνουν γαρίδες, αστακό και άλλα θαλασσινά, εφόσον είναι μαγειρεμένα χωρίς λάδι και τρώγονται χωρίς γαλακτοκομικά προϊόντα. Πολλοί μοναχοί εφαρμόζουν την ξηροφαγία, και δεν τρώνε μαγειρεμένα λαχανικά παρά μόνο ωμά. Όλοι οι μοναχοί είναι εξ ορισμού χορτοφάγοι.
Τα μοναστήρια πάντοτε έχουν φαγητό για τους επισκέπτες. Μάλιστα, όταν επισκέπτεσαι ένα μοναστήρι, συνήθως σου προσφέρουν την «ευλογία», που αποτελείται από κάποιο ποτό που έχουν φτιάξει μόνοι τους, κάποιο γλυκό, και ένα ποτήρι κρύο νερό. Οι μοναχοί με ευχαρίστηση προσφέρουν στους άλλους την τροφή που οι ίδιοι αρνούνται στον εαυτό τους.
Η μοναστική φιλοξενία
Οι μοναχοί έχουν ορκιστεί να υποδέχονται φιλόξενα όλους τους επισκέπτες. Και είναι μεγάλη χαρά να μπαίνεις σε ένα μοναστήρι και να δέχεσαι το καλωσόρισμα και τον ευγενικό χαιρετισμό των μοναχών. Υποδεχόμενοι εσένα, νιώθουν σαν να υποδέχονται τον Χριστό με μορφή ξένου, ή κάποιον άγνωστο άγγελο, όπως γράφει ένα χωρίο της Καινής Διαθήκης.
Η ομορφιά της μοναστικής φιλοξενίας έγκειται στην αντίληψή τους ότι ο Θεός βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Οι ξενώνες που διαθέτουν δίνουν την αίσθηση ότι έχουν εμποτιστεί από την προσευχή, έχουν καθαριστεί με το πνευματικό βάλσαμο της μοναστικής περιποίησης, έχουν μεταμορφωθεί με τη χάρη του Θεού σε κάτι πολύ πιο θεαματικό από απλά δωμάτια για προσευχή και ύπνο. Για τους μοναχούς, ο Θεός βρίσκεται στις λεπτομέρειες – στον καθαρισμό του δωματίου, στο στρώσιμο του κρεβατιού, στον λιτό (και συχνά πολύ κομψό) διάκοσμο, στον απλό σταυρό πάνω από το κρεβάτι, στα καθαρά σεντόνια, στα γυαλισμένα πατώματα, στα απλά άγκιστρα στον τοίχο για να κρεμάσεις τα ρούχα σου. Αυτές οι λεπτομέρειες κάνουν την επίσκεψή σου να μοιάζει λες κι οι μοναχοί την περίμεναν με ανυπομονησία εδώ και πάρα πολύ καιρό. Οι λεπτομέρειες σε κάνουν να νιώθεις ιδιαίτερα καλοδεχούμενος και σαν στο σπίτι σου.
Αν η επίσκεψή σου είναι σύντομη, θα σου προσφέρουν μια απλή «ευλογία»: ένα ποτήρι νερό, λίγο ποτό και ένα γλυκό. Αν μείνεις περισσότερο, για να προσευχηθείς μαζί με τους μοναχούς, θα σου προφέρουν ένα στασίδι στο μοναστικό παρεκκλήσι, ώστε να μπορείς να ξεκουραστείς αν χρειαστεί. Αν μείνεις για ακόμη περισσότερο, θα σου προσφέρουν έναν απλό μοναστικό ξενώνα. Κάθε προσφορά τους είναι διαποτισμένη από την προσευχή και από την ελπίδα να αναζωογονηθεί το πνεύμα του επισκέπτη, όπως και να ευλογηθεί η ζωή των μοναχών. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από τη μοναστική φιλοξενία !
Leave a Reply