Google’s automatic translations>>
Το Δεσποτικό μπορεί να είναι σήμερα ένα ακατοίκητο κυκλαδονήσι. Όμως, πριν από σχεδόν 2500 χρόνια ήταν ο τόπος στον οποίο άκμασε ένα από τα μεγαλύτερα κυκλαδικά λατρευτικά κέντρα αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Από το 1997 οι συνεχιζόμενες ανασκαφικές έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στη θέση Μάντρα στη ΒΑ πλευρά του νησιού, υπό τη διεύθυνση του Γιάννου Κουράγιου, και με τη συμμετοχή πλήθους επιστημονικών συνεργατών και εθελοντών φοιτητών από όλο τον κόσμο έχουν φέρει στο φως ένα πλούσιο ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα που γνώρισε τη μέγιστη ακμή του στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. Παρόλο που το αρχαϊκό ιερό δεν αναφέρεται σαφώς σε αρχαίες πηγές, πλέον είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά του Αιγαίου, το μεγαλύτερο στις Κυκλάδες σε έκταση, μετά από αυτό της Δήλου. Όλα τα αρχαιολογικά στοιχεία υποδεικνύουν την κυρίαρχη παρουσία της Πάρου στη θέση και έτσι, έχει προταθεί από τους ανασκαφείς πως το αρχαϊκό ιερό λειτούργησε ως μία ιδιαίτερη περίπτωση εξωαστικού ιερού της αρχαίας πόλης της Πάρου.
Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 28 κτίρια που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς έως τους ύστερους κλασικούς χρόνους, καθιστώντας τη Μάντρα μία από τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις του κεντρικού Αιγαίου.
Τα τελευταία χρόνια κατέστη σαφές ότι στην ίδια θέση που ιδρύθηκε το τέμενος του Απόλλωνα προϋπήρχε μία εγκατάσταση με οικιστικού χαρακτήρα και χώρους λατρείας, η οποία εξελίχθηκε στο λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα .
Αυτή η ριζική αναδιοργάνωση που σηματοδότησε την περίοδο ύψιστης ακμής της Μάντρας συντελείται γύρω στα μέσα του 6ου αι.π.Χ.
Στον πυρήνα της υπάρχουσας εγκατάστασης, διαμορφώνεται ένα οριοθετημένο με περίβολο τέμενος, αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Είχε έκταση 1,6 στρέμματα και προστατευόταν από περίβολο με τρεις πύλες, στη βόρεια, νότια και ανατολική πλευρά του . Εκτός από το ναό και το τελετουργικό εστιατόριο (Κτίριο Α) , το ναόσχημο Κτίριο Δ και σειρές δωματίων- εν είδει στοών- εντοπίζονται εκατέρωθεν των τριών πυλών. Απέναντι από το ναό, στο κέντρο του περιβόλου, διατηρήθηκε στην αρχική θέση της η ημικυκλική κατασκευή που ήταν ο κεντρικός βωμός του ιερού. Στο προστώο του εστιατορίου εντοπίστηκε τετράγωνος μαρμάρινος βόθρος για τη τέλεση χοών, ενώ μπροστά από το ναό υπήρχε τετράγωνη εσχάρα αφιερωμένη στην Εστία Ισθμία, όπως μαρτυρά σχετική επιγραφή σε μία από τις πλευρές της.
Αναστήλωση Κτιρίου Δ και ανασκαφή 2023
Έως το τέλος του 6ου αιώνα, στα ανατολικά του τεμένους, αμέσως έξω από την ανατολική πύλη του, κτίζονται δύο νέα κτίρια: το Κτίριο Ε και το λεγόμενο Συνδετικό. Στο εσωτερικό των κτιρίων αυτών βρέθηκαν πολλά μεταλλικά αντικείμενα, λίγα ειδώλια και γραπτή κεραμική. Η θέση τους σε επαφή με τον περίβολο και η γειτνίασή τους με την ανατολική πύλη του τα συνδέει άμεσα με τη λατρεία . Νότια του τεμένους αναπτύσσονται τα βοηθητικά κτίσματα του ιερού. Πρόκειται για την πιο πυκνοδομημένη περιοχή, στην οποία μάλιστα οι ανασκαφικές έρευνες είναι ακόμα σε εξέλιξη. Τα πρωιμότερα από τα σωζόμενα κτίρια της νότιας περιοχής είναι το Π που χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. Η μεγαρόσχημη κάτοψη του, η ύπαρξη αίθριου χώρου έξω από αυτό και ο τύπος των ευρημάτων από την περιοχή του κτηρίου παραπέμπουν στην άμεση σύνδεση του κτιρίου με τη λατρεία. Λίγα μέτρα ανατολικά του Π βρίσκεται ορθογώνια δεξαμενή διαστάσεων 5μ Χ 9μ, βάθους 2,5μ. που πρέπει να χρονολογηθεί στην ίδια περίοδο. Σύγχρονα ή ίσως και λίγο πρωιμότερα από το Κτίριο Π είναι το ‘Τετράγωνο κτίσμα’, και το ‘Λουτρό’, που εντοπίζονται πολύ κοντά στη νότια πύλη του τεμένους .
Νότια αυτών το 2020 αποκαλύφθηκε ένα άρτια οργανωμένο και εκτενές σύστημα συλλογής και επεξεργασίας υδάτων, έως τώρα μοναδικό στις αρχαϊκές Κυκλάδες. Αποτελείται από μία κεντρική δεξαμενή με εσωτερικές διαστάσεις 7,50 μ Χ 5,50 μ και σωζόμενο βάθος 3,80 μ. Σε απόσταση περίπου ενός μέτρου νότια της μεγάλης δεξαμενής, υπήρχε μια ακόμα ορθογώνια διμερής κατασκευή διαστάσεων 6 μ Χ 4 μ που διαχωρίζεται σε δύο επιμέρους ορθογώνιους χώρους που μπορούν να ερμηνευθούν ως προλάκκια, δηλαδή μικρές δεξαμενές φιλτραρίσματος. Στο νότιο προλάκκιο απολήγει λιθόκτιστος αγωγός μήκους 25 μ., διευθύνσεως Β-Ν, ο οποίος ξεκινά από μία άλλη μεγάλη κτιστή δεξαμενή, σχεδόν κυκλικού σχήματος, διαμέτρου 11 μ. Μέσω μίας πώρινης κατασκευής που εντοπίστηκε στο μέσον της δεξαμενής, στο σημείο ένωσης με τον αγωγό, προοριζόταν για τον έλεγχο της ροής των υδάτων Στη νότια πλευρά της κυκλικής δεξαμενής εντοπίστηκε μεγάλο άνοιγμα που πιθανότατα εξυπηρετούσε την διοχέτευση του νερού από κάποια πηγή που θα υπήρχε σε ψηλότερο σημείο στους λόφους .
Αν και ανάλογα συστήματα δεξαμενών σπανίζουν κατά την Αρχαϊκή περίοδο στον ελλαδικό χώρο, κατασκευαστικά τόσο η μεγάλη δεξαμενή όσο και ο αγωγός ομοιάζουν πολύ με τα αρχαϊκά κτίρια του ιερού. Και εφόσον η τεκμηριωμένη τοπογραφική εξέλιξη της εγκατάστασης στη θέση τοποθετούν την περίοδο ακμής της στον 6ο και 5ο αι. π.Χ., δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κατασκευή ενός τόσο μεγάλου έργου συλλογής και διαχείρισης νερού σε αυτή την περίοδο.
Η στρατηγική θέση της εγκατάστασης πάνω σε ένα φυσικά υπήνεμο λιμάνι θα προσέλκυε μεγάλο αριθμό πλοίων και ταξιδιωτών. Η επισκεψιμότητα στο ιερό θα ήταν υψηλή όπως μαρτυρά η ποσότητα και το πλήθος των ευρημάτων. Ως εκ τούτου οι απαιτήσεις για νερό θα ήταν μεγάλες (τροφοδοσία ιερού-επισκεπτών, καλλιέργειες, τροφοδοσία πλοίων).
Ανασκαφή συστήματος αρχαϊκών δεξαμενών
Μάλιστα, είναι πιθανό πως η δημοτικότητα του ιερού στο Δεσποτικό, ο πλούτος και η θέση του οδήγησαν τον Αθηναίο Μιλτιάδη στο νησί, την ίδια περίοδο που κατά τον Ηρόδοτο πολιόρκησε ανεπιτυχώς τη γειτονική Πάρο, το 490 π.Χ. Άλλωστε, η ανακατασκευή του ναού γύρω στο 490 π.Χ., η κατάργηση κάποιων κτιρίων έξω από το τέμενος και κυρίως η επαναχρησιμοποίηση τμημάτων αρχαϊκών κούρων σε κτίσματα του α΄ μισού του 5ου αι. μαρτυρούν πως στη θέση συνέβη πράγματι κάποια καταστροφή εκείνη την περίοδο.
Η εγκατάσταση δεν εκτεινόταν μόνο στη Μάντρα του Δεσποτικού. Η ανασκαφή του 2019-2020-2021 επιβεβαίωσε την ύπαρξη κτιρίων πάνω στη νησίδα Τσιμηντήρι που ήταν ενωμένη με το Δεσποτικό με ισθμό. Έχουν ήδη εντοπιστεί τρία κτιριακά συγκροτήματα και ένα μεγάλο κυκλικό κτίριο που καταλαμβάνουν τη νότια και ανατολική πλευρά του νησιού. Τα χαρακτηριστικά όστρακα από τα κτίρια δίνουν ένα χρονολογικό ορίζοντα χρήσης από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ.
Όλα έχουν πολύ μεγάλες διαστάσεις και ισχυρή κατασκευή, ενώ φαίνεται να σχετίζονται μεταξύ τους δομικά δημιουργώντας ένα πυκνό οικοδομικό ιστό στην νότια πλευρά της βραχονησίδας που κατά την αρχαιότητα θα αποτελούσε την ΒΑ ακτή του υπήνεμου λιμανιού. Τα κτίρια αυτά πιθανότατα είχαν δημόσιο χαρακτήρα και σχετίζονταν με τη λειτουργία του λιμανιού. Άλλωστε το Τσιμηντήρι ουσιαστικά αποτελούσε τον ισθμό που ένωνε Αντίπαρο-Δεσποτικό και δια μέσου αυτού ήταν δυνατή η πρόσβαση προς το Ιερό και από την Αντίπαρο.
Είκοσι χρόνια μετά την αποκάλυψη του Ναού και του Εστιατορίου, έχει πλέον ολοκληρωθεί η αναστήλωση τους, αποδίδοντας στο μνημείο την τρίτη διάσταση του, μετατρέποντάς το σε ένα τοπόσημο ορατό από τα διερχόμενα πλοία της γραμμής και τα μικρότερα σκάφη που κινούνται νότια της Πάρου και της Αντιπάρου, καθώς υψώνεται πλέον στα σχεδόν 8 μέτρα. Ο ναός και το εστιατόριο αντιμετωπίστηκαν ως ενιαίο μνημειακό σύνολο, στο οποίο επανεντάχθηκε μεγάλος αριθμός σωζόμενων αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών. Η σύλληψη του έργου αυτού είχε ως ένα διττό σκοπό: την προστασία του μνημείου από τη φθορά αλλά και την απόδοσή του στο ευρύτερο κοινό και την πληρέστερη κατανόηση του από όλους και όχι μόνο τους ειδήμονες.
Στο πλαίσιο της ανάγκης προστασίας και αποκατάστασης του αρχαϊκού τεμένους του ιερού όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην αρχική μορφή του εκπονήθηκε από την επιστημονική ομάδα της αναστήλωσης και η μελέτη αποκατάστασης του Κτιρίου Δ, του τρίτου καλύτερα σωζόμενου οικοδομήματος στο ιερό, μετά το ναό και το εστιατόριο. Το Κτίριο Δ, που δεσπόζει στη ΒΑ γωνία του τεμένους, ήταν άρρηκτο συνδεμένο με τις λατρευτικές πρακτικές. Η αποκατάστασή του ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2022. Οι εργασίες θα συνεχιστούν το 2023 με σκοπό όταν ολοκληρωθούν να έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας πληρέστερης εικόνας για την αρχιτεκτονική και λειτουργική υπόσταση αυτού του τόσο σημαντικού ιερού.
Σημαντικό βήμα προς την απόδοση του χώρου στο ευρύτερο κοινό επιτεύχθηκε τον Οκτώβριο του 2021, όταν χαράκτηκε και κατασκευάστηκε η κεντρική διαδρομή επισκεπτών σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το ΚΑΣ μελέτη. Με αφετηρία στην ΒΑ ακτή, η πορεία κινείται σε τεθλασμένη γραμμή με γενική κατεύθυνση νοτιοδυτικά ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο και τα φυσικά χαραγμένα μονοπάτια προσεγγίζοντας ομαλά, με κλίση που δεν ξεπερνά πουθενά το 6%, τα αρχαία κτιριακά κατάλοιπα. Ο διάδρομος κίνησης, συνολικού μήκους 325μ., επιτρέπει την άνετη προσέγγιση του αρχαιολογικού χώρου και από άτομα μειωμένης κινητικότητας.
Επιπλέον, το 2022 ξεκίνησε η κατασκευή του οικίσκου/φυλακείου για την υποδοχή των επισκεπτών στην ακτή. Με την αποπεράτωσή του και αφού ολοκληρωθούν όλες οι διαδικασίες από το Υπουργείο Πολιτισμού, ο χώρος θα μπορέσει να είναι επισήμως επισκέψιμος από το κοινό.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Η ανασκαφή διεξάγεται υπό τη διεύθυνση του Γ. Κουράγιου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ίλιας Νταϊφά και Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Επικ. καθηγ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Συμμετέχουν επίσης οι Χριστίνα Κωνσταντακοπουλου (ΕΙΕ, Birkbeck College), Caspar Meyer (Bard Graduate Center), Erica Angliker (ICS London), Μανωλης Πετράκης, καθηγ.Ιφιγένεια Λεβέντη, καθηγ. Δ.Παλαιοθόδωρος και Luigi Lafasciano, μεταπτυχιακοί φοιτητές και απόφοιτοι από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καθώς και προπτυχιακοί φοιτητές από το College Year in Athens, το Birkbeck College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Sao Paolo (Βραζιλία). Τη συντήρηση και σχεδίαση των ευρημάτων πραγματοποιεί η Βάγια Παπαζήκου και τη συντήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων οι Γιώργος Καράμπαλης και Εύα Τσαβού. Πολύτιμη η βοήθεια των εργατοτεχνιτών μας Θοδωρή Βελέντζα, Τάκη Ευσταθιανού και Γιώργου Μπιλίρη.
Η αναστήλωση των αρχαϊκών κτιρίων γίνεται υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Γουλιέλμου Ορεστίδη και από τους εξειδικευμένους μαρμαροτεχνίτες Μάρκο Αρμάο, Γιώργο Κοντονικολάου, Λουκά Ιωάννου, Γιώργο Παλαμάρη, Γιαννούλη Σκαρή, Βαγγέλη Χατζή.
ΧΟΡΗΓΟΙ: ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Αθανάσιος & Μαρίνα Μαρτίνου), Ίδρυμα Π&Α Κανελλοπούλου, Ίδρυμα Α.Γ.Λεβέντη, ΔΙΚΕΜΕΣ (C.Y.A), Ίδρυμα Ι.Λάτση, Μarion Stassinopoulos, Δήμος Αντιπάρου, Σύλλογος «Φίλοι της Πάρου & Αντιπάρου» και πολλοί ιδιώτες φίλοι της ανασκαφής.
Leave a Reply