( Απόσπασμα από Εισήγηση σε Ημερίδα για τον Καβάφη)
- Ο Καβάφης στα ποιήματά του δεν διηγείται ιστορίες και δεν φτιάχνει πορτραίτα των ηρώων του. Αντιθέτως, με μια αρπακτική λαθραία ματιά συλλαμβάνει τη μοναδικότητα μια ακρότητας της στιγμής, μιας ακρότητας αίσθησης, την οποία αναδεικνύει με τον υπέροχο ποιητικό του λόγο σε κοινωνήσιμο αίσθημα, απομονώνοντάς την. Έτσι οι ήρωές του δεν είναι πορτραίτα, αλλά πρόσωπα ικανά να διαλεχτούν με τον αναγνώστη, να κοινωνήσουν την αλήθεια τους, να αναδημιουργηθούν ξανά και ξανά ως αίσθηση και ως συγκίνηση.Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πρίαμος, στο ποίημα “Πριάμου Νυκτοπορία”. Είναι φανερό πως τον Καβάφη ουδόλως ενδιαφέρει η εξιστόρηση του γεγονότος της ριψοκίνδυνης αποστολής του Πριάμου ή της έκβασης του εγχειρήματος. Και βέβαια δεν τον ενδιαφέρει ούτε η γενικότερη προσωπικότητα του Πριάμου. Αυτό που δείχνει να τον ενδιαφέρει, αποκλειστικά, είναι το πρόσωπο του Πριάμου κατά την συγκεκριμένη στιγμή της νυκτοπορίας. Στην ουσία, δημιουργεί μια μορφή με την οποία ανοίγει διάλογο, κινείται να τη συναντήσει, έτσι που μέσα από το ποίημα να αναδύεται το πρόσωπο του Καβαφικού Πριάμου ή πιο σωστά του Πριαμικού Καβάφη.., σε μια στιγμή κορυφαίας έντασης.
- Ξεκίνησα με τον τρόπο διαλόγου μου με τον Καβαφικό Πρίαμο ως παράδειγμα γιατί…ένας παρόμοιος διάλογος προηγείται κάθε απόπειράς μου να αποδώσω σε γλυπτό κάποιο πρόσωπο από την ποίηση του μεγάλου Αλεξανδρινού. Αυτήν λοιπόν την περίοδο διαλέγομαι με τον Καβαφικό Πρίαμο.
Όταν από τη φάση αυτή του διαλόγου μου με τον Καβαφικό ήρωα έχει προκύψει το πρόσωπο και η έκφρασή του, το επόμενο βήμα είναι να αναζητήσω την κατάλληλη λατύπη της εξαίσιας Παρίας λίθου, ένα κομμάτι τέτοιο που να φαντάζει στα μάτια μου ότι έχει τη δυνατότητα να σαρκώσει το πρόσωπο που έχω συλλάβει. Εδώ να κάνω μια παρατήρηση: Ένας από τους λόγους που τα Καβαφικά γλυπτά μου απέχουν από την ακαδημαϊκή πλαστική και γλυπτική είναι ακριβώς το γεγονός ότι δουλεύτηκαν σε λατύπες της Παρίας λίθου. Εδώ πλέον δεν έχουν νόημα τα προπλάσματα και οι μετρήσεις, ούτε καν τα σκίτσα και τα σχεδιάσματα.Η λατύπη της Παρίας λίθου δεν αποτελεί το υλικό που πλάθεις ή αποτυπώνεις πάνω του μια μορφή. Αλλά είναι μια οντότητα ξεχωριστή που, με όσο το δυνατόν λιγότερες επεμβάσεις, καλείσαι να σαρκώσεις το πρόσωπο που έχεις στο νου σου. Να το πω πιο σωστά. είναι το κομμάτι του θεϊκού αυτού υλικού μέσα από το οποίο καλείσαι να απελευθερώσεις το πρόσωπο που κρύβει μέσα του, χωρίς να αλλοιώσεις το αρχικό του σχήμα. Έτσι η επιλογή του κατάλληλου κομματιού είναι καίρια.Και τότε, μόνο τότε, αρχίζει η δουλειά με τα καλέμια, αρχίζει ο διάλογος με το μάρμαρο, ένας διάλογος επίπονος, έντονος και συναρπαστικός, αλλά συγχρόνως και πολύ προσεκτικός, μια που κάθε κτύπημα είναι τελεσίδικο. Δεν συγχωρούνται λάθη, δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες. Γι’ αυτό και όταν για οποιονδήποτε λόγο, η αίσθηση του Καβαφικού ήρωα, που κρατώ στις λεπτομέρειές της ζωντανή στο νου μου, αδυνατίσει ή χάσει μέρος από τη σαφήνεια ή την έντασή της, το έργο σταματά. Το αφήνεις εκεί, να περιμένει, έως ότου η ένταση της Καβαφικής συγκίνησης αναδυθεί ξανά και καταλάβει το είναι σου, οπότε ο διάλογος συνεχίζεται. - Μέσα από την μακρόχρονη σχέση μου με την ποίηση του Καβάφη προέκυψαν 35 γλυπτά: Ένα από τον κύκλο γλυπτών Πλους, 16 από τον κύκλο Φωνές και 15 από τον Κύκλο Πυγηλίδες Ι&ΙΙ. Επιτρέψτε μου, να περιοριστώ στη σύντομη παρουσίαση μόνο των 12 γλυπτών του κύκλου Πηγυλίδες I:
- Δαλασσηνή.
Το πρόσωπο της «λίαν νοήμονος Κυρίας Άννας Δαλασσηνής», που μέσα απ’ τα μάτια του Καβαφικού γιού της Αλέξιου Κομνηνού ήτο «αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη».
Η μορφή της μάνας που εμπνέει αιώνια και γαληνεύει την τρικυμία της καθημερινότητας.
- Αριστομένης. Ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης.
Πρόσωπο που,
«ως τ’ όνομά του, κι η περιβολή, κοσμίως ελληνική».
Το ύφος του όμως δείχνει πως
«έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα Ελληνικά,
κι οι Αλλεξανδρινοί τον πάσουν στο ψιλό,
ως είναι στο συνήθειο τους, οι απαίσιοι».
- Che Fece.
Η μεγάλη άρνηση. Η σιγουριά μιας επώδυνης απόφασης.
«Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε». Το όχι αυτό δεν είναι μια επιπόλαιη απόφαση της στιγμής, αλλά είναι προαίρεση, στάση ζωής. «Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του».
Το ίδιο μοτίβο θα το δούμε και στο «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος» από το “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” ή σαν το «και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν… πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε» από το ποίημα “Θερμοπύλες”.
- Ο Δημήτριος αποχωρών.
Ένα πρόσωπο που δένει το αδέξιο χαμόγελο με το συγκρατημένο πόνο. Βλέπετε,
«σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες…
έβγαλε τα χρυσά φορέματά του…και ρούχα απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται».
- Η υπηρέτρια του Κλείτου.
Χριστιανισμός και είδωλα. Δυο ιδεολογικοί κόσμοι που φαντάζουν αγεφύφωτοι. Μα η απλοϊκή σκέψη και η πλατιά καρδιά της υπηρέτριας του Κλείτου μπορεί και τα γεφυρώνει. Ο αφέντης της, ο 23χρονος Κλείτος χαροπαλεύει. Ποιος της απόμεινε; Ποιον να ικετέψει για τη σωτηρία του; Το Χριστό ή το είδωλο.
«Μες στην δεινήν ανησυχία της
στο νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού υπηρέτρια
σε σπίτι χριστιανών επιφανών, και χριστιανέψει..»
- Οδοιπόρος για τα Σούσα. (Από το ποίημα “Σατραπεία”).
Το γλυπτό που έχει σχήμα σβούρας. Το πρόσωπο που
«αφέθηκε κι ενδίδει» στο εύκολο και ποταπό και δέχεται αυτά τα πράγματα, που δεν τα θέλει…
Και φεύγει οδοιπόρος για τα Σούσα.
- Κρατησίκλεια. (από το ποίημα: “ Άγε ώ βασιλεύ Λακεδαιμονίων”)
Το δεύτερο πρόσωπο μάνας στη συλλογή. Η Κρατησίκλεια, η μητέρα του νικημένου και ταπεινωμένου βασιλέα των Λακεδαιμονίων Κλεομένη στο δρόμο της αυτοεξορίας.
Η Κρατησίκλεια, γράφει ο ποιητής, “δεν καταδέχονταν ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί”. Μια παραλαγή του ίδιου μοτίβου που συναντάμε και στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”. Κι εδώ η Κρατησίκλεια “τα έργα της που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής της που βγήκαν όλα πλάνες δεν θρηνεί ανωφέλετα”, αλλά “μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή”, σαν που ταιριάζει σ’ αυτή που αξιώθηκε μια τέτοια πόλη, μια τέτοια θέση.
- Μέρες του 1909, ’10 και ’11.
Ο Αιγαιοπελαγίτης γοητευτικός νεαρός, που δούλευε σε σιδεράδικο
«σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δύο πουλούσε».
Διερωτάται ο ποιητής «αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Αλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή
πιο τέλειο αγόρι απ’ αυτόν- που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά.
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίμονη δουλειά
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί».
- Ήσαν θαρρώ μαβιά. (Από το ποίημα “Μακρυά”).
Ποια είναι αυτή η μνήμη που θά’ θελε ο ποιητής να πει μα που «έτσι εσβύσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει, γιατί μακρυά στα πρώτα εφηβικά (του) χρόνια κείται;» Και αφού εσβύσθη … η μνήμα των χαρακτηριστικών μετά από τόσα χρόνια, τι είναι αυτό που τόσο έντονα διατηρείται, ώστε να θέλει ο Καβάφης να αναφερθεί σ’ αυτή τη μνήμη;
Νομίζω είναι η μνήμη από το έντονο ερωτικό σκίρτημα. Το δικό του σκίρτημα που κουβαλά ως τα τώρα ζωντανό και ζωηρό. Μα αντί να μιλήσει γι’ αυτό, να το περιγράψει ή να το εκφράσει, με μια κλεφτή ματιά στο όραμά του, αφήνει τα όσα περιθώρια στον αναγνώστη να το αναπλάσει ξανά και ξανά – Το δέρμα του σαν καμωμένο από ιασεμί και τα μάτια του που ήσαν θαρρώ μαβιά.
- Μετάνειρα.
Στο ποίημα “Διακοπή”, το βιαστικό και άπειρο ον της στιγμής, «πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως ξέπλεγη και τρομαγμένη»
και διακόπτει το σοβαρόν έργον των Θεών.
- Ο Ηδύοινος.
Στη συνοδεία του Διονύσου,
«ο Ηδύοινος ο μαλθακός, με τα μάτια μισοκλειστά, υπνωτικός».
- Δεν έχει πλοίο για σε.
Η διαλεκτική ανάμεσα στο ‘εγώ’ και την ‘περσόνα’.
Ένα κατεστραμμένο εγώ και ένα κατασκευασμένο κοινωνικό προσωπείο, γι’ αυτό και άψυχο και επισφαλές. Η αδυναμία του ποιητή να τα αποδώσει σε ένα πρόσωπο δημιούργησε το διάλογο στο ποίημα “Πόλις”. Η αδυναμία η δική μου επίσης να τα αποδώσω σε ένα πρόσωπο, δημιούργησε ένα κατεστραμμένο πρόσωπο κρυμμένο πίσω από το ‘αξιοπρεπές’, αλλά άψυχο προσωπείο.
- Η Δρ. Ντόρα Ηλιοπούλου – Ρογκάν γράφει, μεταξύ άλλων, γι΄αυτά τα γλυπτά: « Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο χαρισματική απόδοση των μορφών του Καβάφη από αυτήν που βλέπουμε και νοιώθουμε στα πρόσωπα που έπλασε ο Βαρριάς. Πρόσωπα σε ονειροπόληση, σε αναμονή, πρόσωπα που πάλλονται από συναισθήματα, προαισθάνονται καταστάσεις, αναμοχλεύουν μνήμες, προκαλούν βιώματα και ανεξίτηλες από το χρόνο εντυπώσεις. Πρόσωπα άτεγκτα και συνάμα τόσο ανθρώπινα». Πράγματι, έτσι ακριβώς αντιλαμβάνομαι τα πρόσωπα από την ποίηση του μεγάλου μας Αλεξανδρινού : άτεγκτα, αλλά και τόσο ανθρώπινα.
Σας ευχαριστώ.
Αριστείδης Βαρριάς
Πάρος, 6 Σεπτεμβρίου 1013
Leave a Reply